Για την υποτέλεια των γυναικών
Του Σωτήρη Βανδώρου
Εάν το πιο γνωστό έργο του Τζον Στούαρτ Μιλλ, το Περί Ελευθερίας (1859), εκφράζει την πλέον εμβληματική διατύπωση του πολιτικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα, το δοκίμιό του Για την υποτέλεια των γυναικών (1869) αποτελεί την «ακραία» λογική του απόληξη. Είναι αυτό που συνδυάζει τις θεωρητικές αρχές και αξίες με τη ζώσα πραγματικότητα, διατυπώνοντας ένα ριζοσπαστικό πολιτικό αίτημα. Εδώ ο φιλελευθερισμός συναντά, avant la lettre, το φεμινισμό. Συνιστά τη στιγμή που ο φιλόσοφος Μιλλ μετατρέπεται σε δημόσιο διανοούμενο (ας μη φοβηθούμε τη λέξη, μόνο και μόνο επειδή έχει γίνει κατάχρησή της), αλλά και τη στιγμή που ο βίος του Τζον Στουαρτ συντονίζεται στο ακέραιο με το στοχαστή Μιλλ, κι εμείς υποκλινόμαστε σε μια μεγάλη προσωπικότητα.
Διότι το να εναντιώνεσαι στην κοινωνία σου, τη Βικτωριανή Αγγλία, και να της καταμαρτυρείς όσα ο Μιλλ σ’ αυτό το κείμενο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα δεχθείς το χλευασμό και την ειρωνεία, δεν είναι για τον καθένα. Αλλά ο Τζον Στούαρτ τιμούσε ως ισότιμή του από κάθε άποψη τη Χάρριετ Τέιλορ με την οποία συνδεόταν στενά φιλικά επί μακρόν και την οποία παντρεύτηκε μετά το θάνατο του πρώτου της συζύγου. Είναι αυτή η ξεχωριστή σχέση που τροφοδοτεί το στοχασμό του, αλλά κι ο στοχασμός του που συμπληρωματικά δίνει ποιότητα και βάθος στη σχέση αυτή.
Ο Μιλλ έχει βεβαίως πλήρη συνείδηση με τι αναμετράται κι αυτό φαίνεται ήδη από τις πρώτες-πρώτες σελίδες του κειμένου το οποίο, εκτός των άλλων, είναι ένας περίφημος ρητορικός λόγος. Παρατηρεί λοιπόν ότι η αντίκρουση με ορθολογικά επιχειρήματα μιας βαθιά ριζωμένης πεποίθησης (που επιπλέον έχει σχεδόν καθολική αποδοχή), σαν κι αυτή στην οποία πρόκειται να επιτεθεί ανηλεώς, εμφανίζει σοβαρότατους περιορισμούς, όταν αυτή η πεποίθηση θεμελιώνεται κατεξοχήν σε «αισθήματα»: «…όταν όμως [η στερεότητα της πεποίθησης] στηρίζεται σε αισθήματα και μόνο, όσο χειρότερα τα πάει στην επιχειρηματολογική αναμέτρηση, τόσο περισσότερο πείθονται οι οπαδοί της ότι τα αισθήματα τους πρέπει να έχουν κάποιο βαθύτερο έδαφος όπου το επιχείρημα δεν φτάνει· κι ενόσω το αίσθημα παραμένει, εγείρει διαρκώς νέες περιχαρακώσεις στο επιχείρημα για ν’ αποκαταστήσει οποιαδήποτε ρωγμή έχει υποστεί».
Πράγματι. Ίσως σήμερα να το διατυπώναμε κάπως διαφορετικά, αλλά επί της ουσίας μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Πρόκειται για εκείνες τις ταυτίσεις οι οποίες επισυμβαίνουν σε πολύ πρώιμη ηλικία και βάσει των οποίων ορίζουμε θεμελιωδώς τη σχέση μας με τους άλλους και τον κόσμο. Εσωτερικεύουμε και «φυσικοποιούμε» σειρά από παραδοχές, οι οποίες δίνουν νόημα και σταθερότητα στη ζωή μας και των οποίων η κατοπινή προσπάθεια αμφισβήτησης ή προσβολής μας φαίνεται κατά κανόνα απλώς ανήκουστη. Φερ΄ ειπείν, όπως ξέρουν καλά οι συνήθως άτολμοι ψηφοθήρες πολιτικοί, δεν τα βάζεις με τους παπάδες, δεν αντιμιλάς στους εθνικιστές και προτιμάς να χαρακτηριστείς ομοφοβικός παρά να υποστηρίξεις το δικαίωμα στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Είναι αυτό το τελευταίο πεδίο, των έμφυλων σχέσεων, το οποίο μπαίνει στο στόχαστρο του Μιλλ και ο οποίος επιστρατεύει κάθε δυνατό επιχείρημα στο πλαίσιο μιας σαρωτικής κριτικής που ισορροπεί μεταξύ της πολεμικής διάθεσης και του στόχου να κλονίσει, έστω, την εγκυρότητα των καθιερωμένων αντιλήψεων και πρακτικών. Εδώ δεν θα αναφερθούμε σε κάθε ξεχωριστό επιχείρημα, αξίζει ωστόσο ο αναγνώστης να προσέξει τη διάρθρωση της επιχειρηματολογίας συνολικά. Το μείζον επιχείρημα το οποίο διατρέχει σχεδόν το σύνολο του κειμένου βασίζεται στην αντιπαραβολή της κοινωνικής θέσης των γυναικών προς τη –μόλις προ ολίγων δεκαετιών από τη συγγραφή του δοκιμίου καταργημένη στη Βρετανική Αυτοκρατορία– δουλεία. Εν ολίγοις, η κατάσταση των γυναικών, λέει ο Μιλλ, είναι χειρότερη αυτής των δούλων, κι αυτό συνιστά όνειδος για την ανθρωπότητα. Πρέπει να αλλάξει άρδην και άμεσα, προς όφελος όλων, ανδρών και γυναικών. «Η ισότητα των έγγαμων προσώπων έναντι του νόμου είναι ο μόνος τρόπος διά του οποίου αυτή η ιδιαίτερη σχέση μπορεί να πάψει να αντιβαίνει στη δικαιοσύνη προς αμφότερες τις πλευρές και την κοινή τους ευτυχία, αλλά και το μοναδικό μέσο που μπορεί να κάνει την καθημερινή ζωή του ανθρώπινου είδους σχολείο υψηλής ηθικής καλλιέργειας».
Βεβαίως, κι αυτό είναι ενδεικτικό ότι ο Μιλλ πρωτοπορούσε την εποχή του, στην Αγγλία ίσα εκλογικά δικαιώματα με αυτά των ανδρών αποδόθηκαν στις γυναίκες το 1928, δηλαδή σχεδόν 60 χρόνια μετά τη δημοσίευση του κειμένου (στο οποίο διατυπώνεται κι αυτό το αίτημα) κι ενώ είχαν προηγηθεί συστηματικοί αγώνες των Σουφραζετών. Οι γυναίκες ήταν ολοκληρωτικά υποταγμένες στους άντρες, κάτι που επικύρωνε κι ο νόμος. Για παράδειγμα, ολόκληρη η περιουσία της γυναίκας με το γάμο ουσιαστικά περιερχόταν στο σύζυγο ο οποίος ήταν κι ο κηδεμόνας των παιδιών (ασχέτως αν την ανατροφή «φορτωνόταν» η γυναίκα). Εξίσου, δεν τύγχανε καμίας ουσιαστικής νομικής προστασίας σε περίπτωση κακομεταχείρισης. Εάν εξαιρέσουμε τις ελάχιστες εκείνες γυναίκες που λόγω της υψηλής κοινωνικής τους θέσης απολάμβαναν ορισμένες ελευθερίες και προνόμια, η τύχη των υπολοίπων ήταν θλιβερά προδιαγεγραμμένη: να διάγουν μια ζωή περιορισμένη στις αγγαρείες του οίκου ή με σκληρή εργασία και υπό την αυθαίρετη εξουσία ενός άρρενα. Από πολύ μικρή ηλικία, ένας αυστηρός διαχωρισμός με βάση τα φύλα προδιαγράφει διαφορετικές δυνατότητες κι επιλογές βίου οι οποίες βεβαίως αποδίδονται στην αντρική και γυναικεία «φύση» αντίστοιχα, συγκαλύπτοντας τις σχέσεις εξουσίας που εμφιλοχωρούν εδώ και οι οποίες την ίδια στιγμή που αποκρύπτονται ως τέτοιες καλούν τα άτομα να συμμορφωθούν και να πειθαρχήσουν στους αντίστοιχους ρόλους.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Μιλλ εντοπίζει αυτό που σχεδόν έναν αιώνα αργότερα θα χαρακτηριστεί ως μια βαθύτερη δομή πατριαρχίας που κάνει τα ίδια τα υποκείμενα να ενστερνίζονται και να υιοθετούν ως αυτονόητες τις κυρίαρχες νόρμες και να συμμετέχουν έτσι ενεργά στην ίδια τους την καθυπόταξη. Έτσι, με χαρακτηριστική απλότητα, δείχνει πως τα υποτιθέμενα φυσικά αισθήματα ανάγονται στο «έθιμο», το οποίο βεβαίως απαξιώνει ως πηγή νομιμοποίησης και ταυτόχρονα απαντά σε όσους υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες δεν διεκδικούν κάτι καλύτερο ή διαφορετικό για τις ίδιες που θα πει ότι αποδέχονται οικειοθελώς τη συγκεκριμένη διευθέτηση: «Όλες οι γυναίκες ανατρέφονται από την πιο τρυφερή τους ηλικία με την πεποίθηση ότι το ιδεώδες του χαρακτήρα τους είναι ακριβώς αντίθετο από εκείνο των ανδρών· όχι αυτόνομη βούληση και άσκηση αυτοελέγχου, αλλά υποταγή και παράδοση στον έλεγχο των άλλων. Όλοι οι ηθικοί κανόνες τους λένε πως είναι καθήκον των γυναικών, και όλη η τρέχουσα αισθηματολογία ότι είναι στη φύση τους, να ζουν για τους άλλους· να αρνούνται απεριόριστα τον εαυτό τους και το να έχουν άλλη ζωή έξω από τα συναισθήματά τους… ένα εγωιστικό ένστικτο έκανε τους άνδρες να προσφύγουν στο έσχατο μέσον προκειμένου να κρατούν τις γυναίκες σε υποταγή: να τους παρουσιάσουν τη μειλιχιότητα, την υποτακτικότητα και την παράδοση κάθε προσωπικής τους βούλησης στα χέρια των ανδρών ως ουσιώδες αναπόσπαστο κομμάτι της σεξουαλικής τους έλξης».
Εάν αναρωτηθούμε ποιο θα ήταν σήμερα ένα εξίσου ριζοσπαστικό αίτημα όπως αυτό περί ισότητας ανδρών και γυναικών που διατύπωσε ο Μιλλ την εποχή του, φανταζόμαστε ότι μπορεί να είναι η πλήρης απόδοση του συνόλου των δικαιωμάτων που αφορούν τη σύναψη γάμου και τη γονεϊκή ιδιότητα σε όλα τα άτομα περιλαμβανομένων των διεμφυλικών και με οποιοδήποτε συνδυασμό ένωσης μεταξύ τους, χωρίς να εξετάζεται το (βιολογικό ή κοινωνικό) φύλο. Κι αν αυτό σας φαίνεται, το λιγότερο, «αφύσικο», με όλο το σεβασμό αντιδράτε όπως οι σύγχρονοι του Μιλλ αναγνώστες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου