|
(H KPYΠTH TOY AMSTELODAMOY)-(Εγώ δεν ορρωδώ σε κανεναν)--ΕΓΩ Ο ΚΑΘΑΡΟΣ ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΕ ΒΑΖΕΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΩ ΤΙΣ ΚΛΕΨΙΕΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΤΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑ Η ΤΟΥ ΚΙΚΙΛΙΑ
Ο Στάλιν σκότωνε μόνο αυτούς που ήθελε να σκοτώσει ενώ ο Πούτιν σκότωσε 10 αθώους μαζί με τοΠριγοζιν
Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι τότε ποινή θα είχαμε χεσμενο?Κοινώς ποινή θα εκμεταλευώμασταν?(ορθοφρόνημα.)
ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΠΟΥ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΑ ΖΩΝΤΑΝΕΨΩ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΚΙ ΟΧΙ ΤΟ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟΥΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ
ΟΤΑΝ ΕΙΣΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΟΣ
Eλληνα λεβέντη στον τάφο σου θα στήσουμε το πιο γερό το γλέντι..................Πατριδα μας τα 🏡 αγέννητα παιδιά μας..........................
Τα όμορφα πρότυπα όμορφα καίγονται.
Είναι σπάνια η συνύπαρξη ομορφιάς και αγνότητας[ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ-ΒΙΣΚΟΝΤΙ]
Ο καπιταλισμός.Το μόνο σύστημα που σε κάνει να αισθάνεσαι λευτερος την ώρα που σε καταπιέζει.
Βιβάλντι,Ροσσίνι,Βέρντι,Μποτεζίνι,Μορικόνε,Μπουσκαλιόνε:Οι
6 Γίγαντες της ιταλικής Μουσικής
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022
Ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ (Johann Gottfried von Herder, 25 Αυγούστου 1744 - 18 Δεκεμβρίου 1803) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, θεολόγος, ποιητής και τεχνοκρίτης. Γιος φτωχού δασκάλου, πήγε στο Καίνιγκσμπεργκ της ανατολικής Πρωσσίας (σήμερα Καλίνινγκραντ της Ρωσίας) για να σπουδάσει ιατρική. Μια αποτυχημένη εγχείρηση για ν’ απαλλαγεί από συρίγγιο που είχε στο μάτι, ενίσχυσε την αντιπάθειά του προς την ιατρική και έτσι στράφηκε στη θεολογία. Παρακολούθησε μαθήματα του Καντ, ο οποίος τον απάλλαξε από τα δίδακτρα. Έγινε λουθηρανός ιερέας και από τα είκοσι μέχρι τα εικοσιπέντε του χρόνια δίδασκε στην εκκλησιαστική σχολή της μητρόπολης της Ρίγας. Εκεί εμφανίστηκε το 1767 το τρίτομο έργο του Περί της νεωτέρας γερμανικής λογοτεχνίας, όπου έκανε έκκληση για μια γερμανική λογοτεχνία απαλλαγμένη από ξένες επιρροές. Το 1769 εγκατέλειψε τη Ρίγα και ταξίδεψε στο Παρίσι. Γνώρισε τους Εγκυκλοπαιδιστές, αλλά δεν προσχώρησε στον Διαφωτισμό. Το 1770 συνόδευσε ως παιδαγωγός τον πρίγκιπα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ ανά την Γερμανία. Είχε εν τω μεταξύ αρχίσει να γράφει τα Κριτικά Δάση, δοκίμια για την τέχνη και την λογοτεχνία. Πεποίθησή του ήταν ότι έπρεπε να εγκαταλειφθεί η μίμηση των Ελλήνων κλασσικών, που κήρυτταν οι Βίνκελμαν και Λέσσινγκ και ότι έπρεπε να αναζητηθούν οι λαϊκές πηγές της ποίησης. Η ποίηση κατά τον Χέρντερ γεννιέται από το ένστικτο του λαού και όχι από λίγους καλλιεργημένους ανθρώπους. Νέα αποτυχημένη εγχείρηση του έδωσε την ευκαιρία να γνωριστεί προσωπικά με τον Γκαίτε, ο οποίος ήταν ενθουσιασμένος από τα κηρύγματα του Χέρντερ. Το 1771 έγινε αυλικός ιεροκήρυκας και πρόεδρος του ιεροδικείου στο Μπύκενμπουργκ, πρωτεύουσα του μικρού πριγκιπάτου του Σάουμπουργκ-Λίππε. Εκεί έγραψε τα βιβλία, που συνέβαλαν στην διαμόρφωση του Sturm und Drang. Ήταν πιστός Χριστιανός, αλλά δεν έβλεπε παντού το χέρι του Θεού. Πίστευε ότι κάθε πολιτισμός ήταν μια αυθύπαρκτη ενότητα με γέννηση, ακμή και θάνατο. Θαύμαζε τον Μεσαίωνα σαν εποχή φαντασίας, λαϊκής ποίησης και απλότητας και επέκρινε τον Διαφωτισμό σαν ειδωλολατρεία της λογικής. Το 1773 νυμφεύτηκε και το 1776 ο Κάρολος-Αύγουστος δούκας της Βαϊμάρης, ο μεγάλος μαικήνας, τον κάλεσε στην Αυλή του ύστερα από σύσταση του Γκαίτε. Με τους Γκαίτε, Βίλαντ και Σίλλερ ο Χέρντερ αποτέλεσε την περίφημη τετράδα που κατέστησε την Βαϊμάρη πνευματικό κέντρο της Γερμανίας. Τα πολλαπλά του καθήκοντα στην Βαϊμάρη -ιερέας και ιεροκήρυκας των ανακτόρων, επόπτης της διαγωγής του κλήρου και των σχολείων του δουκάτου (τα οποία έγιναν υποδείγματα για όλη την Γερμανία)- σε συνδυασμό με την πάθησή του, τον έκαναν ευερέθιστο. Οι Γκαίτε και Βίλαντ τον απέφευγαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο δούκας εξοργιζόταν από ορισμένα κηρύγματά του. «Μετά από ένα τέτοιο κήρυγμα», έγραψε ο Γκαίτε, «δεν μένει στον δούκα παρά να παραιτηθεί». Τελικά συμφιλιώθηκε με όλους και αφοσιώθηκε στις συγγραφές του, επαναλαμβάνοντας τις επιθέσεις του κατά του ορθολογισμού στη λογοτεχνία και της «έντεχνης» ποίησης. Μεταξύ 1784 και 1791 κυκλοφόρησε σε τέσσερις τόμους το μεγάλο του έργο Ιδέες για μια φιλοσοφία της Ιστορίας της Ανθρωπότητας, το οποίο, παρά την «ορθόδοξή» του συγκρότηση, περιέχει ορισμένες θεολογικές και πολιτικές απόψεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν αιρετικές. Στις Επιστολές περί της προόδου της ανθρωπότητος (1793-97), χαιρέτιζε -μετ' επιφυλάξεων- τη Γαλλική Επανάσταση. Παρ' όλα αυτά ο δούκας -που πολέμησε το 1792 στο Βαλμύ εναντίον των Γάλλων- τον έκανε ευγενή («φον»). Στα τελευταία του χρόνια περιεπλάκη σε φιλοσοφική έριδα με τον Καντ και ψυχράνθηκε πάλι με τον Γκαίτε. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1803. Ο δούκας Κάρολος-Αύγουστος, παρά τις προσβολές που είχε δεχτεί από τον Χέρντερ, διέταξε να ταφεί με μεγάλες τιμές στη μητρόπολη της Βαϊμάρης...Ο Γκούσταφ Λαντάουερ (Gustav Landauer, 7 Απριλίου 1870 – 2 Μαΐου 1919) ήταν ένας από τους κορυφαίους θεωρητικούς του αναρχισμού στη Γερμανία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν υπέρμαχος του κοινωνικού αναρχισμού και αναγνωρισμένος ειρηνιστής . Το 1919 ήταν Επίτροπος Διαφωτισμού και Δημόσιας Εκπαίδευσης της βραχύβιας Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-1919.[4] Δολοφονήθηκε από στρατιώτες ως αιχμάλωτος, όταν ανατράπηκε αυτή η δημοκρατία. Ο Λαντάουερ είναι επίσης γνωστός για τη μελέτη της μεταφυσικής και της θρησκείας και για τις μεταφράσεις του για τα έργα του William Shakespeare στα γερμανικά. Ο Λαντάουερ ήταν το δεύτερο παιδί των Εβραίων γονέων Rosa é Neuberger και Herman Landauer. [5] Υποστήριξε τον αναρχισμό μέχρι το 1890. Εκείνα τα χρόνια, ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης για την ατομικιστική προσέγγιση των Max Stirner και Friedrich Nietzsche, αλλά επίσης «προειδοποίησε για μια αποθέωση του ανεξέλεγκτου ατόμου, που πιθανώς οδηγούσε στην παραμέληση της αλληλεγγύης».[6] Ήταν καλός φίλος με τον Μάρτιν Μπούμπερ, επηρεάζοντας την διαλογική φιλοσοφία του τελευταίου. [7] Ο Landauer πίστευε ότι η κοινωνική αλλαγή δεν μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω του ελέγχου του κράτους ή των οικονομικών μέσων, αλλά απαιτούσε μια επανάσταση στις διαπροσωπικές σχέσεις. [8] Πίστευε ότι ο αληθινός σοσιαλισμός θα μπορούσε να προκύψει μόνο σε συνδυασμό με αυτήν την κοινωνική αλλαγή, και έγραψε: «Η κοινότητα που λαχταρούμε και χρειαζόμαστε, θα την βρούμε μόνο αν αποκοπούμε από την ατομική ύπαρξη · έτσι θα βρούμε επιτέλους, στον εσωτερικό μας πυρήνα ή στην κρυφή μας ύπαρξη, τη πιο αρχαία και πιο καθολική κοινότητα: την ανθρώπινη φυλή και τον Κόσμο. " Γιοάχιμ Βίνκελμαν, (γερμ. Johann Joachim Winckelmann 4 Οκτωβρίου 1717 - 8 Ιουνίου 1768) ήταν Αυστριακός θεολόγος, βιβλιοθηκάριος (από το 1748 έως το 1754, στην περίφημη βιβλιοθήκη του κόμητα Heinrich von Bünau στο Nothnitz, κοντά στη Δρέσδη) και επιφανής αρχαιογνώστης. Πίνακας περιεχομένων 1 Βιογραφία 2 Εργογραφία 3 Παραπομπές 4 Βιβλιογραφία 5 Εξωτερικοί σύνδεσμοι Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα] Γεννήθηκε το 1717 στην πόλη Στένταλ (Stendal) του Μαγδεβούργου, στη βόρεια Γερμανία (τότε Πρωσία), από πατέρα τσαγκάρη και μάνα υφάντρα. Στην ιστορία της αρχαιολογίας θεωρείται πατέρας της κλασικής αρχαιολογίας ως ανεξάρτητης επιστήμης, δεδομένου ότι με τις απόψεις του για την τεχνοτροπική εξέλιξη της αρχαιοελληνικής τέχνης, την αυτονόμησε από τα δεσμά των φιλολογικών πηγών. Το 1755 ο Βίνκελμαν κυκλοφόρησε το πρώτο σύγγραμμά του με τον ενδεικτικό τίτλο Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική (Gedanken über die Nachahmung der griechischen Werke in der Malerei und Bildhauerkunst). Εδώ εξέφρασε για πρώτη φορά τις απόψεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και προέτρεψε τους καλλιτέχνες να διδαχθούν από αυτή και να τη μιμηθούν. Η μίμηση, όμως, δεν έπρεπε να είναι μηχανική αλλά δημιουργική, ώστε να αποφέρει ουσιαστικούς καρπούς. Παροιμιώδης έμεινε η φράση του για την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» («edle Einfalt und stille Größe») των έργων τέχνης της κλασικής αρχαιότητας. Την ίδια άποψη εξέφρασε και στο Δοκίμιο για την ικανότητα αντίληψης του ωραίου στην τέχνη, το 1763. Θεωρείται ότι τα δύο έργα επηρέασαν τις αισθητικές αντιλήψεις του ύστερου Διαφωτισμού και τον κλασικισμού στην Ευρώπη. Για την ιστορία της Αρχαιολογίας, όμως, μεγαλύτερη αξία έχει η συνθετική μελέτη του για την Ιστορία της τέχνης της Αρχαιότητας (Geschichte der Kunst des Alterthums), ώριμο έργο που εκδόθηκε το 1764 στη Δρέσδη. Εδώ ταξινόμησε την τεχνοτροπική (στυλιστική) εξέλιξη των αρχαίων έργων τέχνης, διακρίνοντας: το «αρχαίο» ή «αρχαϊκό» ύφος, που χαρακτηρίζει την τέχνη μέχρι τα χρόνια των Περσικών Πολέμων (7ος-6ος αι. Π.Κ.Ε.-Π.Κ.Χ.-π.Χ.) το «υψηλό» ή «μεγαλοπρεπές» ύφος, που εκφράζει την καλλιτεχνική ολοκλήρωση της κλασικής τέχνης του 5ου αι. Π.Κ.Ε. με κορυφαίο της εκπρόσωπο τον Φειδία. το «ωραίο» ύφος, του 4ου αι. Π.Κ.Ε. με έμφαση στο έργο του Πραξιτέλη. Ως ιδιαίτερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των τεχνών στη διάρκεια του 5ου και του 4ου αι. αναφέρονται ρητά το ιδανικό κλίμα καθώς και οι συνθήκες ευημερίας και πολιτικής ελευθερίας. το ύφος «της μίμησης» και «της παρακμής» της τέχνης, η οριστική κατάρρευση της οποίας επήλθε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας. Η ουσία της προσφοράς του Βίνκελμαν στην κλασική αρχαιολογική επιστήμη βρίσκεται στο ότι εισήγαγε τις έννοιες της τεχνοτροπίας (ύφους) και της καλλιτεχνικής εξέλιξης στη μελέτη των έργων τέχνης. Έτσι, πρόσφερε στην αρχαιολογική έρευνα ένα πολύτιμο εργαλείο για να προχωρήσει στη συνολική θεώρηση των αρχαίων δημιουργιών και κατ' επέκταση του αρχαίου πολιτισμού. Διατυπώνοντας το εξελικτικό σχήμα «γένεση, ανάπτυξη, ακμή και παρακμή» για την τεχνοτροπική ανάλυση και ταξινόμηση της αρχαίας ελληνικής τέχνης, πρόσφερε ένα γενικότερο ταξινομητικό σχήμα για την ιστορία της αρχαίας τέχνης γενικότερα. Οι αισθητικές του αναλύσεις και εκτιμήσεις στηρίχθηκαν σε έργα της μνημειακής γλυπτικής και φυσικά σε αντίγραφα των κλασικών πρωτοτύπων του 4ου αι. Π.Κ.Ε., όπως ο Απόλλων του Belvedere ή πρωτότυπα της ελληνιστικής περιόδου, όπως το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα και των γιων του. Οι αντιλήψεις του θεωρείται ότι επηρέασαν τους σύγχρονους και μεταγενέστερους σπουδαστές της αρχαίας ελληνικής τέχνης κυρίως στη Γερμανία αλλά και στα κείμενα πολλών μεγάλων πνευματικών μορφών του 19ου αιώνα, όπως ο Γκαίτε, ο Σίλλερ και ο Μπάυρον. Ο απόηχος των θεωριών του έφθασε μέχρι την πολιτική επικαιρότητα της εποχής του. Έτσι οι απόψεις του για τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε το δημοκρατικό πολίτευμα των πόλεων-κρατών στην ανάπτυξη, της αρχαίας ελληνικής τέχνης βρήκαν ευνοϊκό έδαφος στην ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης αρχικά και αργότερα ανάμεσα στους οπαδούς του Ναπολέοντα. Δολοφονήθηκε σε ένα ξενοδοχείο της Τεργέστης από τον Φραντσέσκο Αρκάντζελι (έναν άνθρωπο του υποκόσμου, τον οποίο είχε «γνωρίσει» στο λιμάνι της πόλης τις πρώτες ημέρες της άφιξής του στην Τεργέστη, με πιθανότατο κίνητρο τη ληστεία) τον Ιούνιο του 1768 και ετάφη στην αυλή του καθεδρικού ναού του Σαν Τζιούστο...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου