Ἑκηβόλος-Από το βιβλίο του Θ. Πελεγρίνη “Οι Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας”
Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύτερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν γιος φτωχού Αθηναίου, που είχε μεταβεί στην Σάμο ως άποικος.
Ο Επίκουρος ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών —περίπου την εποχή του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου—, προκειμένου να εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του και να κατοχυρώσει, έτσι, την ιθαγένεια του. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας του πήγε στην Μικράν Ασία, για να συναντήσει την οικογένεια του, όπου είχε καταφύγει, όταν οι Αθηναίοι άποικοι εκδιώχθηκαν από την Σάμο. Αφού έμεινε δώδεκα περίπου χρόνια στην Μικράν Ασία, πήγε στην Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, και μετά στην Λάμψακο, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και πέθανε τελικά. Στην Αθήνα αγόρασε κι έναν κήπο, όπου συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές και τους οπαδούς του. οι οποίοι, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκαν «οι από κήπου». Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και φιλία. Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας, αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και τέρψης. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια —πράγμα ανακριβές, όμως.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτελούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστατικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ’ αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών. Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν’ αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι’ αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή.
Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν’ αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».
Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλισης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.
Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιοτικό· οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρότερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν’ απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδονές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο· η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή· πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλοντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπορεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πείνας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προκληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ’ αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυχισμένο.
Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυχισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του. Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του. Παρ’ όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του —όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος— θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν’ αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψοκίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ’ έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυ-πνήσεις, ν’ αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πράξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παιδιά … και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν’ αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και καταλάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊόντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν’ απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, … δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. Φιλοσοφούμε όχι για να ικανοποιήσαμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ’ άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας. Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπορούσε ν’ αναπαύσει και ν’ ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανήσυχου ανθρώπου. Και ανεζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό κόσμο.
Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη, οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμητικά για τον δάσκαλο του εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.
Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ’ άτομα, τις αδιαίρετες ελάχιστες οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνηση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των. είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω. Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ’ άτομα ένα είδος ελεύθερης βούλησης, η οποία έκανε ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους. Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν οι διάφοροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκκλιση των ατόμων. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων. «Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».
Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται, όπως κάθε άλλο σώμα. Κι όταν διαλυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα μπορούμε να νιώσομε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας —ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως—, είναι καθαρή ανοησία τώρα να φοβόμαστε και ν’ αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι —ανύπαρκτο, τελικώς— θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» —ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμαστε γι’ αυτόν και να τον φοβόμαστε.
Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς όσο ζει. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.
* το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Θ. Πελεγρίνη «ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ»
Πηγή: Ἑκηβόλος
*
Ιανουαρίου 20, 2013 19:10
ΤΗΣ ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥΣ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΦΙΛΙΑΣ ΑΛΕΚΤΟΣ Η ΔΙΑΘΕΣΙΣ.
(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 10.6)
Ο Επίκουρος γεννήθηκε κατά το τρίτο έτος της εκατοστής ενάτης ολυμπιάδος, στις επτά του μηνός Γαμηλιώνος (341 π.χ.). Πατέρας του ήταν ο Νεοκλής και μητέρα του η Χαιρεστράτη. Ήταν Αθηναίος πολίτης(Δήμος Γαργηττού) και ανήκε στο γένος των Φιλαϊδών. Ανατράφηκε στη Σάμο επειδή η οικογένειά του μετέβηκε στο νησί ως κληρούχος.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΣΤΡΑΤΗΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΓΑΡΓΗTΤΙΟΣ, ΓΕΝΟΥΣ ΦΙΛΑΪΔΩΝ …. ΚΛΗΡΟΥΧΗΣΑΝΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΗ ΣΑΜΟΝ ΕΚΕΙΘΙ ΤΡΑΦΗΝΑΙ.
(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 1.1)
Ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Σύμφωνα με τις πηγές την εποχή αυτή στράφηκε προς τη φιλοσοφία επειδή οι γραμματοδιδάσκαλοί του δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις απόψεις του Ησίοδου περί χάους, δηλαδή να εξηγήσουν τη θέση του Ησίοδου ότι αφού στην αρχή υπήρχε το χάος (ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΧΑΟΣ) πως το χάος εγεννήθη(ΤΟ ΧΑΟΣ ΠΟΘΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗ).
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ Δ’ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΕΝ ΤΩ ΠΡΩΤΩ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΒΙΟΥ ΦΗΣΙΝ ΕΛΘΕΙΝ ΑΥΤΟΝ ΕΠΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ ΚΑΤΑΓΝΟΝΤΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΩΝ ΕΠΕΙΔΗ ΜΗ ΕΔΥΝΗΘΗΣΑΝ ΕΡΜΗΝΕΥΣΑΙ ΑΥΤΩ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡ’ ΗΣΙΟΔΩ ΧΑΟΥΣ
(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 2.6)
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, το 323 π.χ. εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στον Αθηναϊκό στρατό. Αργότερα, το 321π.χ. επέστρεψε στην οικογένειά του, που είχε μετακομίσει στο Κολοφώνα μετά την εκδίωξη των αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο. Ο Επίκουρος γνώρισε τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές της εποχής του. Διδάσκαλοί του ήταν ο πλατωνικός φιλόσοφος Πάμφιλος στη Σάμο, ο Ξενοκράτης της Ακαδημίας στην Αθήνα και ο Δημοκρίτειος Ναυσιφάνης στην Τέω, πόλη κοντινή στη Κολοφώνα. Από τους παλαιότερους φιλοσόφους περισσότερο εκτιμούσε τον Αναξαγόρα, τον Αρχέλαο και τον Δημόκριτο. Στην ηλικία των τριάντα ετών μετέβηκε στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης για να διδάξει φιλοσοφία, αλλά σύντομα εγκατέλειψε το νησί για να μετεγκατασταθεί στην Λάμψακο της Ιωνίας. Εκεί δίδαξε για μια πενταετία, δημιουργώντας τον πρώτο επικούρειο φιλοσοφικό του κύκλο. Σε μια εποχή πολιτικής και κοινωνικής αναστάτωσης (την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου διαδέχονταν τα μεγάλα βασίλεια των Αντιγονιδών, Πτολεμαίων και Σελευκιδών), ο Επίκουρος μεταφέρει στην Αθήνα το 306 π.χ. την σχολή του. Ιδρύει τον Κήπο όπως τον έλεγαν, σε μια ιδιόκτητη έκταση που αγόρασε ως Αθηναίος πολίτης. Ο Επίκουρος απεβίωσε σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών.
….
Ναυσιφάνη
ΤΟΥΤΟΝ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ ΕΝ ΧΡΟΝΙΚΟΙΣ ΝΑΥΣΙΦΑΝΟΥΣ ΑΚΟΥΣΑΙ.
Δημοκρίτειος φιλόσοφος. Δίδαξε στη πόλη Τέω. Συνέγραψε το έργο Τρίπους που διαλαμβάνει γνωσιολογικά θέματα.
Πραξιφάνη
..ΑΚΟΥΣΑΙ ΦΗΣΙ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΦΑΝΟΥΣ.
Περιπατητικός φιλόσοφος, καταγόμενος από τη Μυτιλήνη, έζησε πολύ καιρό στη Ρόδο.
Πάμφιλο
ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΕ ΦΗΣΙΝ ΑΥΤΟΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΜΦΙΛΟΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΕΝ ΣΑΜΩ.
Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα. Δίδαξε στη Σάμο.
Ξενοκράτης
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΕ ΦΗΣΙΝ Ο ΜΑΓΝΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ ΑΥΤΟΝ ΑΚΟΥΣΑΙ.
Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα. Ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδημίας αμέσως μετά το θάνατο του δεύτερου σχολάρχη της, του Σπευσίππου. Ασχολήθηκε κυρίως με την φύση των Θεών και τη σχέση τους με τα ουράνια σώματα και με την πρακτική άποψη της ηθικής.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Επίκουρος από τους παλαιότερους φιλοσόφους περισσότερο εκτιμούσε τον Αναξαγόρακαι τον Αρχέλαο.
ΜΑΛΙΣΤΑ Δ’ ΑΠΑΔΕΧΕΤΟ, ΦΗΣΙ ΔΙΟΚΛΗΣ, ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ, ΚΑΙΤΟΙ ΕΝ ΤΙΣΙΝ ΑΝΤΕΙΡΗΚΩΣ ΑΥΤΩ, ΚΑΙ ΑΡΧΕΛΑΟΝ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΝ
Αναξαγόρας
Γεννήθηκε το 500π.χ. στις Κλαζομενές. Ακολούθησε τη σχολή του Αναξιμένη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 464π.χ. και συνδέθηκε στενά με τον Περικλή. Οι θέσεις του ότι ο Ήλιος είναι πύρινος λίθος και η Σελήνη σαν τη Γη εκλήφθησαν ως ασεβείς και το 434π.χ. εκδιώχθηκε με ψήφισμα από την Αθήνα. Με τη βοήθεια του Περικλή μετέβηκε στη Λάμψακο όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί οι θέσεις του είχαν τέτοια απήχηση ώστε προς τιμήν του αφιέρωσαν βωμό στο Νου ή κατ’ άλλους στην Αλήθεια.
Αρχέλαος
Έζησε το β΄ήμισυ το 5αι. π.χ. Ήταν μαθητής του Αναξαγόρα στη Λάμψακο. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν διδάσκαλος του Σωκράτη. Κύριες θέσεις του ήταν ότι κοσμοποιός είναι ο Νούς, η Γη είναι σφαιρική, ο Κόσμος φθαρτός και το Παν άπειρο.
Μέσα από τα γραπτά του βλέπουμε ότι ο Επίκουρος εκτίμησε και προέβαλε την ατομική θεωρία του Δημόκριτου και με την προσθήκη των σχετικών με την παρέκκλιση των ατόμων αλλά και άλλων στοιχείων την ολοκλήρωσε.
Δημόκριτος
Ο Δημόκριτος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης(ιωνική αποικία), γύρω στα 460 π.Χ. Κύρια θέση του ήταν ότι η ύλη αποτελείται από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα(ετυμ. = άτμητο < α στερητ. + τέμνω). Τέλος αναφέρουμε την ύπαρξη κοινών φιλοσοφικών στοιχείων του Επίκουρου με τον Αριστοτέλη στα θέματα περί φιλίας, ηδονής και ευδαιμονίας.
….
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΠΗΓΗ: http://www.epicuros.gr/sheets/istoria.htm
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Σύντομος δικός μας σύνδεσμος: http://wp.me/pPn6Y-ftq
Πηγή: Παύλος-Ormithiella / Σχολιαστές Χωρίς Σύνορα
Μόνο απόδοση στα νέα ελληνικά λίγο παρακάτω.)
2
Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ͵ τὸ δ΄ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.
2
Ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας. Γιατί αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, και ό,τι δεν αισθάνεται είναι ένα τίποτα για μας.
.
3
Ὅρος τοῦ μεγέθους τῶν ἡδονῶν ἡ παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις. ὅπου δ΄ ἂν τὸ ἡδόμενον ἐνῇ͵ καθ΄ ὃν ἂν χρόνον ᾖ͵ οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον.
3
Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου υπάρχει η ηδονή και για όσο χρόνο διαρκεί, δεν υπάρχει πόνος στο σώμα ή λύπη στην ψυχή, ή και τα δυο μαζί.
.
4
Οὐ χρονίζει τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί͵ ἀλλὰ τὸ μὲν ἄκρον τὸν ἐλάχιστον χρόνον πάρεστι͵ τὸ δὲ μόνον ὑπερτεῖνον τὸ ἡδόμενον κατὰ σάρκα οὐ πολλὰς ἡμέρας συμβαίνει· αἱ δὲ πολυχρόνιοι τῶν ἀρρωστιῶν πλεονάζον ἔχουσι τὸ ἡδόμενον ἐν τῇ σαρκὶ ἤπερ τὸ ἀλγοῦν.
4
Δεν παρατείνεται συνέχεια η διάρκεια του σωματικού πόνου, αλλά αντίθετα, ακόμα και ο πιο δυνατός πόνος κρατάει ελάχιστο χρόνο, ενώ ο πόνος που καλύπτει την ηδονή της σάρκας δε διαρκεί πολλές μέρες. Και στις μακροχρόνιες αρρώστιες την υπεροχή στο σώμα έχει η ηδονή παρά ο πόνος.
.
5
Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν.
5
Δεν είναι δυνατόν να ζεις ευχάριστα χωρίς σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη, ούτε μπορείς να ζεις με σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη χωρίς να ζεις ευχάριστα. Σε όποιον δε συμβαίνει αυτό, δε γίνεται να ζει ευτυχισμένα.
.
6
Ἕνεκα τοῦ θαρρεῖν ἐξ ἀνθρώπων ἦν κατὰ φύσιν ἀρχῆς καὶ βασιλείας ἀγαθόν͵ ἐξ ὧν ἄν ποτε τοῦτο οἷός τ΄ ᾖ παρασκευάζεσθαι.
6
Για να μη φοβάται κανείς τους ανθρώπους, μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε φυσικό αγαθό, όπως η εξουσία και η βασιλεία, που είναι πιθανό να του προσφέρουν την ασφάλεια που χρειάζεται.
.
7
Ἔνδοξοι καὶ περίβλεπτοί τινες ἐβουλήθησαν γενέσθαι͵ τὴν ἐξ ἀνθρώπων ἀσφάλειαν οὕτω νομίζοντες περιποιήσεσθαι ὥστε͵ εἰ μὲν ἀσφαλὴς ὁ τῶν τοιούτων βίος͵ ἀπέλαβον τὸ τῆς φύσεως ἀγαθόν· εἰ δὲ μὴ ἀσφαλής͵ οὐκ ἔχουσιν οὗ ἕνεκα ἐξ ἀρχῆς κατὰ τὸ τῆς φύσεως οἰκεῖον ὠρέχθησαν.
7
Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της φύσης- αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την αρχή επιθύμησαν.
.
8
Οὐδεμία ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν.
8
Καμία ηδονή, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό. Για ορισμένες, όμως, ηδονές απαιτούνται πράγματα που φέρνουν πολλαπλάσιες ενοχλήσεις από τις ηδονές.
.
9
Εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ τόπῳ καὶ χρόνῳ καὶ περὶ ὅλον τὸ ἄθροισμα ὑπῆρχεν ἢ τὰ κυριώτατα μέρη τῆς φύσεως͵ οὐκ ἄν ποτε διέφερον ἀλλήλων αἱ ἡδοναί.
9
Αν κάθε ηδονή συμπυκνωνόταν σε έκταση και διάρκεια, και τη βίωνε το σώμα μας στο σύνολό του ή τα κυριότερα μέρη της φύσης μας, τότε οι ηδονές δε θα διέφεραν ποτέ μεταξύ τους.
.
10
Εἰ τὰ ποιητικὰ τῶν περὶ τοὺς ἀσώτους ἡδονῶν ἔλυε τοὺς φόβους τῆς διανοίας τούς τε περὶ μετεώρων καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων͵ ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν (καὶ τῶν ἀλγηδόνων) ἐδίδασκεν͵ οὐκ ἄν ποτε εἴχομεν ὅ τι μεμψαίμεθα αὐτοῖς πανταχόθεν ἐκπληρουμένοις τῶν ἡδονῶν καὶ οὐδαμόθεν οὔτε τὸ ἀλγοῦν οὔτε τὸ λυπούμενον ἔχουσιν͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ κακόν.
10
Αν αυτά που συνιστούν τις ηδονές των ασώτων διέλυαν τους φόβους του νου γύρω από τα ουράνια φαινόμενα, το θάνατο και τους πόνους, και δίδασκαν επιπλέον και το όριο στις επιθυμίες, δε θα είχαμε ποτέ κάτι για να κατηγορήσουμε τους ασώτους, γιατί με κάθε τρόπο θα ήταν πλήρεις ηδονών και από πουθενά δε θα εισέπρατταν ούτε πόνο ούτε λύπη, αυτά δηλαδή ακριβώς που συνιστούν το κακό.
.
11
Εἰ μηθὲν ἡμᾶς αἱ τῶν μετεώρων ὑποψίαι ἠνώχλουν καὶ αἱ περὶ θανάτου͵ μήποτε πρὸς ἡμᾶς ᾖ τι͵ ἔτι τε τὸ μὴ κατανοεῖν τοὺς ὅρους τῶν ἀλγηδόνων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν͵ οὐκ ἂν προσεδεόμεθα φυσιολογίας.
11
Εάν δε μας ενοχλούσαν οι υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και το θάνατο, ότι δηλαδή αυτά μπορεί να σημαίνουν κάτι για μας, και εάν επιπλέον δεν αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, τότε δε θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη της φύσης.
.
12
Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων μὴ κατειδότα τίς ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις͵ ἀλλ΄ ὑποπτεύοντά τι τῶν κατὰ τοὺς μύθους· ὥστε οὐκ ἦν ἄνευ φυσιολογίας ἀκεραίους τὰς ἡδονὰς ἀπολαμβάνειν.
12
Δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί κανείς από τους φόβους για τα πιο σημαντικά θέματα, εάν δε γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος, και ταράζεται μ’ αυτά που λένε οι μύθοι. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές χωρίς τη μελέτη της φύσης.
.
13
Οὐθὲν ὄφελος ἦν τὴν κατὰ ἀνθρώπους ἀσφάλειαν παρασκευάζεσθαι τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων καὶ τῶν ὑπὸ γῆς καὶ ἁπλῶς τῶν ἐν τῷ ἀπείρῳ.
13
Κανένα όφελος δεν αποκομίζει κανείς φροντίζοντας για την προστασία του από τους ανθρώπους, ενώ παραμένουν στην ψυχή του η ταραχή για όσα συμβαίνουν στον ουρανό και κάτω από τη γη και, γενικά, στο άπειρο.
.
14
Τῆς ἀσφαλείας τῆς ἐξ ἀνθρώπων γενομένης μέχρι τινὸς δυνάμει τε ἐξερειστικῇ καὶ εὐπορίᾳ͵ εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ἐκ τῆς ἡσυχίας καὶ ἐκχωρήσεως τῶν πολλῶν ἀσφάλεια.
14
Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος.
.
15
Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν͵ ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει.
15
Ο φυσικός πλούτος, και καθορισμένος είναι, και εύκολα αποκτάται, ενώ ο πλούτος που πηγάζει από τη ματαιοδοξία δε γνωρίζει όρια.
.
16
Βραχέα σοφῷ τύχη παρεμπίπτει͵ τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα ὁ λογισμὸς διῴκηκε καὶ κατὰ τὸν συνεχῆ χρόνον τοῦ βίου διοικεῖ καὶ διοικήσει.
16
Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφό- τα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
.
17
Ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος͵ ὁ δ΄ ἄδικος πλείστης ταραχῆς γέμων.
17
Ο δίκαιος είναι απόλυτα ατάραχος, ενώ ο άδικος γεμάτος ταραχή.
.
18
Οὐκ ἀπαύξεται ἐν τῇ σαρκὶ ἡ ἡδονή͵ ἐπειδὰν ἅπαξ τὸ κατ΄ ἔνδειαν ἀλγοῦν ἐξαιρεθῇ͵ ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται. τῆς δὲ διανοίας τὸ πέρας τὸ κατὰ τὴν ἡδονὴν ἀπεγέννησεν ἥ τε τούτων αὐτῶν ἐκλόγισις καὶ τῶν ὁμογενῶν τούτοις͵ ὅσα τοὺς μεγίστους φόβους παρεσκεύαζε τῇ διανοίᾳ.
18
Δε μεγαλώνει η ηδονή στη σάρκα μόλις απομακρυνθεί ο πόνος της στέρησης, απλώς διαφοροποιείται.
.
19
Ὁ ἄπειρος χρόνος ἴσην ἔχει τὴν ἡδονὴν καὶ ὁ πεπερασμένος͵ ἐάν τις αὐτῆς τὰ πέρατα καταμετρήσῃ τῷ λογισμῷ.
19
Ο άπειρος και ο περιορισμένος χρόνος ενέχουν ίση ηδονή, αν μετρήσει κανείς τα όρια της ηδονής με βάση τη λογική.
.
20
Ἡ μὲν σὰρξ ἀπέλαβε τὰ πέρατα τῆς ἡδονῆς ἄπειρα καὶ ἄπειρος αὐτὴν χρόνος παρεσκεύασεν· ἡ δὲ διάνοια τοῦ τῆς σαρκὸς τέλους καὶ πέρατος λαβοῦσα τὸν ἐπιλογισμὸν καὶ τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους ἐκλύσασα τὸν παντελῆ βίον παρεσκεύασε͵ καὶ οὐθὲν ἔτι τοῦ ἀπείρου χρόνου προσεδεήθη· ἀλλ΄ οὔτε ἔφυγε τὴν ἡδονὴν οὐδ΄ ἡνίκα τὴν ἐξαγωγὴν ἐκ τοῦ ζῆν τὰ πράγματα παρεσκεύαζεν͵ ὡς ἐλλείπουσά τι τοῦ ἀρίστου βίου κατέστρεψεν.
20
Για τη σάρκα δεν υπάρχουν όρια στην ηδονή, κι έτσι είναι άπειρος ο χρόνος που χρειάζεται για να την απολαύσει κανείς. Ο νους, όμως, που κατανόησε με τη λογική το σκοπό και τα όρια του σώματος, και διέλυσε τους φόβους σχετικά με την αιωνιότητα, έχει προετοιμάσει την τέλεια ζωή, και καμιά ανάγκη δεν έχει πλέον τον άπειρο χρόνο. Και ούτε αποφεύγει την ηδονή, ούτε, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τη ζωή, κάνει σαν να του έλειψε κάτι από τον άριστο βίο.
.
21
Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ (τὸ) ἀλγοῦν κατ΄ ἔνδειαν ἐξαιροῦν καὶ τὸ τὸν ὅλον βίον παντελῆ καθιστάν· ὥστε οὐδὲν προσδεῖται πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων.
21
Όποιος έχει κατανοήσει τα όρια της ζωής, γνωρίζει ότι εύκολα μπορεί να αποκτήσει αυτό που απομακρύνει τον πόνο της στέρησης και κάνει όλη τη ζωή τέλεια. Έτσι, δε χρειάζεται πράγματα που αποκτώνται με αγώνες.
.
22
Τὸ ὑφεστηκὸς δεῖ τέλος ἐπιλογίζεσθαι καὶ πᾶσαν τὴν ἐνάργειαν͵ ἐφ΄ ἣν τὰ δοξαζόμενα ἀνάγομεν· εἰ δὲ μὴ πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς ἔσται μεστά.
22
Είναι ανάγκη να αναλογιζόμαστε το σκοπό της ζωής και όλη τη φανερή πραγματικότητα πάνω στην οποία στηρίζουμε τα όσα πιστεύουμε. Αλλιώς, τα πάντα θα είναι γεμάτα από σύγχυση και ταραχή.
.
23
Εἰ μαχῇ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν͵ οὐχ ἕξεις οὐδ΄ ἃς ἂν φῇς αὐτῶν διεψεῦσθαι πρὸς τί ποιούμενος τὴν ἀγωγὴν κρίνῃς.
23
Εάν αντιτίθεσαι σε όλα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, δε θα έχεις τίποτε πλέον πάνω στο οποίο να μπορείς να στηριχθείς για να κρίνεις, ούτε καν αυτά που θεωρείς ότι δεν είναι αληθινά.
.
24
Εἰ τιν΄ ἐκβαλεῖς ἁπλῶς αἴσθησιν καὶ μὴ διαιρήσεις τὸ δοξαζόμενον καὶ τὸ προσμένον καὶ τὸ παρὸν ἤδη κατὰ τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ πάθη καὶ πᾶσαν φανταστικὴν ἐπιβολὴν τῆς διανοίας͵ συνταράξεις καὶ τὰς λοιπὰς αἰσθήσεις τῇ ματαίῳ δόξῃ͵ ὥστε τὸ κριτήριον ἅπαν ἐκβαλεῖς· εἰ δὲ βεβαιώσεις καὶ τὸ
προσμένον ἅπαν ἐν ταῖς δοξαστικαῖς ἐννοίαις καὶ τὸ μὴ τὴν ἐπιμαρτύρησιν (ἔχον)͵ οὐκ ἐκλείψεις τὸ διεψευσμένον͵ ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν κατὰ πᾶσαν κρίσιν τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς.
24
Αν απορρίψεις τελείως κάτι που γίνεται αντιληπτό με κάποια από τις αισθήσεις και δε διαχωρίσεις τη γνώμη που περιμένει επιβεβαίωση, από αυτό που έχει γίνει ήδη αντιληπτό με την αίσθηση, τα συναισθήματα και με κάθε άλλη παράσταση του νου, θα προκαλέσεις με την ανεπιβεβαίωτη γνώμη σου σύγχυση και στα άλλα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, κι έτσι δε θα έχεις πλέον κανένα κριτήριο. Αν πάλι, έχοντας εμπιστοσύνη στις υποκειμενικές σου απόψεις, θεωρήσεις ότι είναι βέβαιο, και αυτό που περιμένει επιβεβαίωση, και αυτό που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, δε θα αποφύγεις το λάθος, αφού θα αμφιβάλλεις πάντα για κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι δεν είναι.
.
25
Εἰ μὴ παρὰ πάντα καιρὸν ἐπανοίσεις ἕκαστον τῶν πραττομένων ἐπὶ τὸ τέλος τῆς φύσεως͵ ἀλλὰ προκαταστρέψεις εἴτε φυγὴν εἴτε δίωξιν ποιούμενος εἰς ἄλλο τι͵ οὐκ ἔσονταί σοι τοῖς λόγοις αἱ πράξεις ἀκόλουθοι.
25
Αν καθετί που κάνεις δεν το εναρμονίζεις πάντα με το σκοπό της φύσης, αλλά έχεις ως γνώμονα κάποιο άλλο κριτήριο σε ό,τι αποφεύγεις ή σε ό,τι επιδιώκεις, τότε οι πράξεις σου δε θα συμφωνούν με όσα υποστηρίζεις.
.
26
Τῶν ἐπιθυμιῶν ὅσαι μὴ ἐπ΄ ἀλγοῦν ἐπανάγουσιν ἐὰν μὴ συμπληρωθῶσιν͵ οὐκ εἰσὶν ἀναγκαῖαι͵ ἀλλ΄ εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν͵ ὅταν δυσπορίστων ἢ βλάβης ἀπεργαστικαὶ δόξωσιν εἶναι.
26
Όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, δεν είναι αναγκαίες και απομακρύνονται εύκολα, όταν δούμε ότι ικανοποιούνται δύσκολα ή ότι μας βλάπτουν.
.
27
Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις.
27
Από αυτά με τα οποία η σοφία προετοιμάζει την ευτυχία για ολόκληρη τη ζωή, εκείνο που είναι πολύ πιο σημαντικό είναι η εξασφάλιση της φιλίας.
.
28
Ἡ αὐτὴ (γνώμη) θαρρεῖν τε ἐποίησεν ὑπὲρ τοῦ μηθὲν αἰώνιον εἶναι δεινὸν μηδὲ πολυχρόνιον καὶ τὴν ἐν αὐτοῖς τοῖς ὡρισμένοις ἀσφάλειαν φιλίας μάλιστα κατεῖδε συντελουμένην.
28
Το ίδιο σκεπτικό που μας έκανε να έχουμε εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι τα δεινά δεν είναι αιώνια, αλλά ούτε και διαρκούν για πολύ, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στον περιορισμένο χρόνο της ζωής μας, η ασφάλειά μας κατοχυρώνεται κυρίως με τη φιλία.
.
29
Τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ καὶ (ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ φυσικαὶ καὶ) οὐκ ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ οὔτε φυσικαὶ οὔτε ἀναγκαῖαι͵ ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γινόμεναι. (φυσικὰς καὶ ἀναγκαίας ἡγεῖται ὁ Ἐπίκουρος τὰς ἀλγηδόνος ἀπολυούσας͵ ὡς ποτὸν ἐπὶ δίψους· φυσικὰς δὲ οὐκ ἀναγκαίας δὲ τὰς ποικιλλούσας μόνον τὴν ἡδονὴν͵ μὴ ὑπεξαιρουμένας δὲ τὸν ἄλγημα͵ ὡς πολυτελῆ σιτία· οὔτε δὲ φυσικὰς οὔτε ἀναγκαίας͵ ὡς στεφάνους καὶ ἀνδριάντων ἀναθέσεις).
29
Από τις επιθυμίες, ορισμένες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες είναι φυσικές και όχι αναγκαίες, και άλλες δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά γεννιούνται από ματαιοδοξία.
.
30
Ἐν αἷς τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν μὴ ἐπ΄ ἀλγοῦν δὲ ἐπαναγουσῶν ἐὰν μὴ συντελεσθῶσιν͵ ὑπάρχει ἡ σπουδὴ σύντονος͵ παρὰ κενὴν δόξαν αὗται γίνονται͵ καὶ οὐ παρὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν οὐ διαχέονται ἀλλὰ παρὰ τὴν τοῦ ἀνθρώπου κενοδοξίαν.
30
Οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίησή τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.
.
31
Τὸ τῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι.
31
Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο.
.
32
Ὅσα τῶν ζῴων μὴ ἐδύνατο συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα μηδὲ βλάπτεσθαι͵ πρὸς ταῦτα οὐθὲν ἦν δίκαιον οὐδὲ ἄδικον· ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν ἐθνῶν ὅσα μὴ ἐδύνατο ἢ μὴ ἐβούλετο τὰς συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι.
32
Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει γι’ αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους.
.
33
Οὐκ ἦν τι καθ΄ ἑαυτὸ δικαιοσύνη͵ ἀλλ΄ ἐν ταῖς μετ΄ ἀλλήλων συστροφαῖς καθ΄ ὁπηλίκους δήποτε ἀεὶ τόπους συνθήκη τις ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι.
33
Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία — κατά τόπους και περιόδους — συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.
.
34
Ἡ ἀδικία οὐ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν͵ ἀλλ΄ ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ͵ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐφεστηκότας κολαστάς.
34
Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις άδικες πράξεις.
.
35
Οὐκ ἔστι τὸν λάθρα τι ποιοῦντα ὧν συ νέθεντο πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι πιστεύειν ὅτι λήσει͵ κἂν μυριάκις ἐπὶ τοῦ παρόντος λανθάνῃ· μέχρι γὰρ καταστροφῆς ἄδηλον εἰ καὶ λήσει.
35
Όποιος παραβιάζει στα κρυφά κάτι από αυτά που έχουν συμφωνήσει οι άνθρωποι για να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεφύγει οριστικά, έστω κι αν προς το παρόν παραμένει απόλυτα απαρατήρητος. Γιατί δεν είναι βέβαιο ότι θα διαφεύγει μέχρι να πεθάνει.
.
36
Κατὰ μὲν (τὸ) κοινὸν πᾶσι τὸ δίκαιον τὸ αὐτό· συμφέρον γάρ τι ἦν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους κοινωνίᾳ· κατὰ δὲ τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δήποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι.
36
Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους.
.
37
Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι δικαίων ἔχειν τοῦ δικαίου χώραν (δ)εῖ͵ ἐάν τε τὸ αὐτὸ πᾶσι γένηται ἐάν τε μὴ τὸ αὐτό· ἐὰν δὲ (νόμον) μόνον θῆταί τις͵ μὴ ἀποβαίνῃ δὲ κατὰ τὸ συμφέρον τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας͵ οὐκέτι τοῦτο τὴν τοῦ δικαίου φύσιν ἔχει· κἂν μεταπίπτῃ τὸ κατὰ τὸ δίκαιον συμφέρον͵ χρόνον δέ τινα εἰς τὴν πρόληψιν ἐναρμόττῃ͵ οὐδὲν ἧττον ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἦν δίκαιον τοῖς μὴ φωναῖς κεναῖς ἑαυτοὺς συνταράττουσιν ἀλλ΄ εἰς τὰ πράγματα βλέπουσιν.
37
Από αυτά που έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι. Εάν, όμως, κάποιος απλά και μόνο θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, τότε ο νόμος αυτός δεν έχει πλέον τη φύση του δικαίου. Κι αν το όφελος που πηγάζει από το δίκαιο μεταβάλλεται, το δίκαιο όμως για μία χρονική περίοδο είναι εναρμονισμένο με την περί δικαίου αντίληψη, σ’ αυτή την περίοδο υπάρχει δικαιοσύνη για όσους δεν πέφτουν σε σύγχυση από τα κούφια λόγια, αλλά δίνουν σημασία στην πραγματικότητα.
.
38
Ἔνθα μὴ καινῶν γενομένων τῶν περιεστώτων πραγμάτων ἀνεφάνη μὴ ἁρμόττοντα εἰς τὴν πρόληψιν τὰ νομισθέντα δίκαια ἐπ΄ αὐτῶν τῶν ἔργων͵ οὐκ ἦν ταῦτα δίκαια· ἔνθα δὲ καινῶν γενομένων τῶν πραγμάτων οὐκέτι συνέφερε τὰ αὐτὰ δίκαια κείμενα͵ ἐνταῦθα δὴ τότε μὲν ἦν δίκαια ὅτε συνέφερεν εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν τῶν συμπολιτευομένων͵ ὕστερον δ΄οὐκ ἦν ἔτι δίκαια ὅτε μὴ συνέφερεν.
38
Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια. Όπου όμως, με νέες συνθήκες, οι ίδιες διατάξεις δεν ήταν πια χρήσιμες, τότε ήταν δίκαιες όταν ωφελούσαν τις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, ενώ στη συνέχεια, όταν δεν τις ωφελούσαν, δεν ήταν πια δίκαιες.
.
39
Ὁ (τὰ ἑαυτοῦ πρὸς) τὸ μὴ θαρροῦν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν ἄριστα συστησάμενος͵ οὗτος τὰ μὲν δυνατὰ ὁμόφυλα κατε σκευάσατο͵ τὰ δὲ μὴ δυνατὰ οὐκ ἀλλόφυλά γε· ὅσα δὲ μηδὲ τοῦτο δυνατὸς ἦν͵ ἀνεπίμεικτος ἐγένετο καὶ ἐξηρείσατο ὅσα πρὸς τοῦτ΄ ἐλυσιτέλει πράττειν.
39
Όποιος έχει φροντίσει στην εντέλεια για την ασφάλειά του από εξωτερικές απειλές, αυτός, όσα μπορούσε τα έκανε να πρόσκεινται φιλικά απέναντι του, και αυτά που δεν μπορούσε, τουλάχιστον τα έκανε να μην είναι εχθρικά. Και με όσα πράγματα ούτε αυτό ήταν δυνατόν, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους και, με αυτό τον τρόπο, απομάκρυνε όλα αυτά που ήταν προτιμότερο να διώξει από κοντά του.
.
40
Ὅσοι τὴν δύναμιν ἔσχον τοῦ τὸ θαρρεῖν μάλιστα ἐκ τῶν ὁμορρούντων παρασκευάσασθαι͵ οὗτοι καὶ ἐβίωσαν μετ΄ ἀλλήλων ἥδιστα τὸ βεβαιότατον πίστωμα ἔχοντες͵ καὶ πληρεστάτην οἰκειότητα ἀπολαβόντες οὐκ ὠδύραντο ὡς πρὸς ἔλεον τὴν τοῦ τελευτήσαντος προκαταστροφήν.
40
Όσοι κατόρθωσαν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω τους, έζη- σαν πολύ ευχάριστα μεταξύ τους και με την πιο σίγουρη εγγύηση, και έχοντας απολαύσει την πληρέστερη συντροφικότητα, δε θρηνούν, σαν να τον λυπούνται, αυτόν που έφυγε από τη ζωή πριν από τους ίδιους.
Ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας. Γιατί αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, και ό,τι δεν αισθάνεται είναι ένα τίποτα για μας.
3
Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου υπάρχει η ηδονή και για όσο χρόνο διαρκεί, δεν υπάρχει πόνος στο σώμα ή λύπη στην ψυχή, ή και τα δυο μαζί.
4
Δεν παρατείνεται συνέχεια η διάρκεια του σωματικού πόνου, αλλά αντίθετα, ακόμα και ο πιο δυνατός πόνος κρατάει ελάχιστο χρόνο, ενώ ο πόνος που καλύπτει την ηδονή της σάρκας δε διαρκεί πολλές μέρες. Και στις μακροχρόνιες αρρώστιες την υπεροχή στο σώμα έχει η ηδονή παρά ο πόνος.
5
Δεν είναι δυνατόν να ζεις ευχάριστα χωρίς σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη, ούτε μπορείς να ζεις με σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη χωρίς να ζεις ευχάριστα. Σε όποιον δε συμβαίνει αυτό, δε γίνεται να ζει ευτυχισμένα.
6
Για να μη φοβάται κανείς τους ανθρώπους, μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε φυσικό αγαθό, όπως η εξουσία και η βασιλεία, που είναι πιθανό να του προσφέρουν την ασφάλεια που χρειάζεται.
7
Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της φύσης- αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την αρχή επιθύμησαν.
8
Καμία ηδονή, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό. Για ορισμένες, όμως, ηδονές απαιτούνται πράγματα που φέρνουν πολλαπλάσιες ενοχλήσεις από τις ηδονές.
9
Αν κάθε ηδονή συμπυκνωνόταν σε έκταση και διάρκεια, και τη βίωνε το σώμα μας στο σύνολό του ή τα κυριότερα μέρη της φύσης μας, τότε οι ηδονές δε θα διέφεραν ποτέ μεταξύ τους.
10
Αν αυτά που συνιστούν τις ηδονές των ασώτων διέλυαν τους φόβους του νου γύρω από τα ουράνια φαινόμενα, το θάνατο και τους πόνους, και δίδασκαν επιπλέον και το όριο στις επιθυμίες, δε θα είχαμε ποτέ κάτι για να κατηγορήσουμε τους ασώτους, γιατί με κάθε τρόπο θα ήταν πλήρεις ηδονών και από πουθενά δε θα εισέπρατταν ούτε πόνο ούτε λύπη, αυτά δηλαδή ακριβώς που συνιστούν το κακό.
11
Εάν δε μας ενοχλούσαν οι υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και το θάνατο, ότι δηλαδή αυτά μπορεί να σημαίνουν κάτι για μας, και εάν επιπλέον δεν αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, τότε δε θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη της φύσης.
12
Δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί κανείς από τους φόβους για τα πιο σημαντικά θέματα, εάν δε γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος, και ταράζεται μ’ αυτά που λένε οι μύθοι. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές χωρίς τη μελέτη της φύσης.
13
Κανένα όφελος δεν αποκομίζει κανείς φροντίζοντας για την προστασία του από τους ανθρώπους, ενώ παραμένουν στην ψυχή του η ταραχή για όσα συμβαίνουν στον ουρανό και κάτω από τη γη και, γενικά, στο άπειρο.
14
Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος.
15
Ο φυσικός πλούτος, και καθορισμένος είναι, και εύκολα αποκτάται, ενώ ο πλούτος που πηγάζει από τη ματαιοδοξία δε γνωρίζει όρια.
16
Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφό- τα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
17
Ο δίκαιος είναι απόλυτα ατάραχος, ενώ ο άδικος γεμάτος ταραχή.
18
Δε μεγαλώνει η ηδονή στη σάρκα μόλις απομακρυνθεί ο πόνος της στέρησης, απλώς διαφοροποιείται.
19
Ο άπειρος και ο περιορισμένος χρόνος ενέχουν ίση ηδονή, αν μετρήσει κανείς τα όρια της ηδονής με βάση τη λογική.
20
Για τη σάρκα δεν υπάρχουν όρια στην ηδονή, κι έτσι είναι άπειρος ο χρόνος που χρειάζεται για να την απολαύσει κανείς. Ο νους, όμως, που κατανόησε με τη λογική το σκοπό και τα όρια του σώματος, και διέλυσε τους φόβους σχετικά με την αιωνιότητα, έχει προετοιμάσει την τέλεια ζωή, και καμιά ανάγκη δεν έχει πλέον τον άπειρο χρόνο. Και ούτε αποφεύγει την ηδονή, ούτε, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τη ζωή, κάνει σαν να του έλειψε κάτι από τον άριστο βίο.
21
Όποιος έχει κατανοήσει τα όρια της ζωής, γνωρίζει ότι εύκολα μπορεί να αποκτήσει αυτό που απομακρύνει τον πόνο της στέρησης και κάνει όλη τη ζωή τέλεια. Έτσι, δε χρειάζεται πράγματα που αποκτώνται με αγώνες.
22
Είναι ανάγκη να αναλογιζόμαστε το σκοπό της ζωής και όλη τη φανερή πραγματικότητα πάνω στην οποία στηρίζουμε τα όσα πιστεύουμε. Αλλιώς, τα πάντα θα είναι γεμάτα από σύγχυση και ταραχή.
23
Εάν αντιτίθεσαι σε όλα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, δε θα έχεις τίποτε πλέον πάνω στο οποίο να μπορείς να στηριχθείς για να κρίνεις, ούτε καν αυτά που θεωρείς ότι δεν είναι αληθινά.
24
Αν απορρίψεις τελείως κάτι που γίνεται αντιληπτό με κάποια από τις αισθήσεις και δε διαχωρίσεις τη γνώμη που περιμένει επιβεβαίωση, από αυτό που έχει γίνει ήδη αντιληπτό με την αίσθηση, τα συναισθήματα και με κάθε άλλη παράσταση του νου, θα προκαλέσεις με την ανεπιβεβαίωτη γνώμη σου σύγχυση και στα άλλα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, κι έτσι δε θα έχεις πλέον κανένα κριτήριο. Αν πάλι, έχοντας εμπιστοσύνη στις υποκειμενικές σου απόψεις, θεωρήσεις ότι είναι βέβαιο, και αυτό που περιμένει επιβεβαίωση, και αυτό που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, δε θα αποφύγεις το λάθος, αφού θα αμφιβάλλεις πάντα για κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι δεν είναι.
25
Αν καθετί που κάνεις δεν το εναρμονίζεις πάντα με το σκοπό της φύσης, αλλά έχεις ως γνώμονα κάποιο άλλο κριτήριο σε ό,τι αποφεύγεις ή σε ό,τι επιδιώκεις, τότε οι πράξεις σου δε θα συμφωνούν με όσα υποστηρίζεις.
26
Όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, δεν είναι αναγκαίες και απομακρύνονται εύκολα, όταν δούμε ότι ικανοποιούνται δύσκολα ή ότι μας βλάπτουν.
27
Από αυτά με τα οποία η σοφία προετοιμάζει την ευτυχία για ολόκληρη τη ζωή, εκείνο που είναι πολύ πιο σημαντικό είναι η εξασφάλιση της φιλίας.
28
Το ίδιο σκεπτικό που μας έκανε να έχουμε εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι τα δεινά δεν είναι αιώνια, αλλά ούτε και διαρκούν για πολύ, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στον περιορισμένο χρόνο της ζωής μας, η ασφάλειά μας κατοχυρώνεται κυρίως με τη φιλία.
29
Από τις επιθυμίες, ορισμένες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες είναι φυσικές και όχι αναγκαίες, και άλλες δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά γεννιούνται από ματαιοδοξία.
30
Οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίησή τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.
31
Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο.
32
Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει γι’ αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους.
33
Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία — κατά τόπους και περιόδους — συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.
34
Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις άδικες πράξεις.
35
Όποιος παραβιάζει στα κρυφά κάτι από αυτά που έχουν συμφωνήσει οι άνθρωποι για να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεφύγει οριστικά, έστω κι αν προς το παρόν παραμένει απόλυτα απαρατήρητος. Γιατί δεν είναι βέβαιο ότι θα διαφεύγει μέχρι να πεθάνει.
36
Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους.
37
Από αυτά που έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι. Εάν, όμως, κάποιος απλά και μόνο θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, τότε ο νόμος αυτός δεν έχει πλέον τη φύση του δικαίου. Κι αν το όφελος που πηγάζει από το δίκαιο μεταβάλλεται, το δίκαιο όμως για μία χρονική περίοδο είναι εναρμονισμένο με την περί δικαίου αντίληψη, σ’ αυτή την περίοδο υπάρχει δικαιοσύνη για όσους δεν πέφτουν σε σύγχυση από τα κούφια λόγια, αλλά δίνουν σημασία στην πραγματικότητα.
38
Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια. Όπου όμως, με νέες συνθήκες, οι ίδιες διατάξεις δεν ήταν πια χρήσιμες, τότε ήταν δίκαιες όταν ωφελούσαν τις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, ενώ στη συνέχεια, όταν δεν τις ωφελούσαν, δεν ήταν πια δίκαιες.
39
Όποιος έχει φροντίσει στην εντέλεια για την ασφάλειά του από εξωτερικές απειλές, αυτός, όσα μπορούσε τα έκανε να πρόσκεινται φιλικά απέναντι του, και αυτά που δεν μπορούσε, τουλάχιστον τα έκανε να μην είναι εχθρικά. Και με όσα πράγματα ούτε αυτό ήταν δυνατόν, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους και, με αυτό τον τρόπο, απομάκρυνε όλα αυτά που ήταν προτιμότερο να διώξει από κοντά του.
40
Όσοι κατόρθωσαν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω τους, έζη- σαν πολύ ευχάριστα μεταξύ τους και με την πιο σίγουρη εγγύηση, και έχοντας απολαύσει την πληρέστερη συντροφικότητα, δε θρηνούν, σαν να τον λυπούνται, αυτόν που έφυγε από τη ζωή πριν από τους ίδιους.
Από το βιβλίο του Χάρη Λύτα ”Λάθε βιώσας” των εκδόσεων Κέδρος
Α. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΣΜΟΛΟΓΩΝ
Β. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΩΝ
Γ. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΩΤΗΡΩΝ
Δ. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
Ε. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΣΚΟΠΩΝ
ΕΙΣ ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ
Πηγή: politeianet.gr
Αναζητώντας την ευτυχία
Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην
Με λίγα αρχαία λόγια
Επίμετρο
Μετάφραση του αρχαίου κειμένου
Σημειώσεις
Σημείωμα του συγγραφέα
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
DE RERUM NATURA
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΦΥΣΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ
Πηγή: politeianet.gr
Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύτερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν γιος φτωχού Αθηναίου, που είχε μεταβεί στην Σάμο ως άποικος.
Ο Επίκουρος ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών —περίπου την εποχή του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου—, προκειμένου να εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του και να κατοχυρώσει, έτσι, την ιθαγένεια του. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας του πήγε στην Μικράν Ασία, για να συναντήσει την οικογένεια του, όπου είχε καταφύγει, όταν οι Αθηναίοι άποικοι εκδιώχθηκαν από την Σάμο. Αφού έμεινε δώδεκα περίπου χρόνια στην Μικράν Ασία, πήγε στην Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, και μετά στην Λάμψακο, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και πέθανε τελικά. Στην Αθήνα αγόρασε κι έναν κήπο, όπου συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές και τους οπαδούς του. οι οποίοι, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκαν «οι από κήπου». Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και φιλία. Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας, αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και τέρψης. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια —πράγμα ανακριβές, όμως.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτελούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστατικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ’ αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών. Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν’ αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι’ αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή.
Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν’ αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».
Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλισης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.
Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιοτικό· οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρότερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν’ απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδονές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο· η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή· πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλοντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπορεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πείνας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προκληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ’ αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυχισμένο.
Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυχισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του. Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του. Παρ’ όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του —όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος— θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν’ αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψοκίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ’ έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυ-πνήσεις, ν’ αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πράξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παιδιά … και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν’ αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και καταλάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊόντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν’ απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, … δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. Φιλοσοφούμε όχι για να ικανοποιήσαμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ’ άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας. Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπορούσε ν’ αναπαύσει και ν’ ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανήσυχου ανθρώπου. Και ανεζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό κόσμο.
Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη, οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμητικά για τον δάσκαλο του εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.
Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ’ άτομα, τις αδιαίρετες ελάχιστες οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνηση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των. είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω. Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ’ άτομα ένα είδος ελεύθερης βούλησης, η οποία έκανε ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους. Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν οι διάφοροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκκλιση των ατόμων. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων. «Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».
Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται, όπως κάθε άλλο σώμα. Κι όταν διαλυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα μπορούμε να νιώσομε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας —ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως—, είναι καθαρή ανοησία τώρα να φοβόμαστε και ν’ αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι —ανύπαρκτο, τελικώς— θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» —ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμαστε γι’ αυτόν και να τον φοβόμαστε.
Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς όσο ζει. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.
* το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Θ. Πελεγρίνη «ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ»
Πηγή: Ἑκηβόλος
*
Κριτική ανάγνωση της Επικούρειας Φιλοσοφίας / Ἑκηβόλος
.Το “λάθε βιώσας” του Επίκουρου αποτελεί απόσυρση του πολιτικού; / Ἑκηβόλος
.
Τα ονόματα «Επίκουρος» και
«Επικούρειος» δεν ηχούν και τόσο ευχάριστα στ’ αυτιά μας.
Πρωτοακούστηκαν στην Αθήνα πριν από δύο χιλιάδες τριακόσια χρόνια, και
έκτοτε, στην πορεία τους μέσα από τους αιώνες, ποτέ δεν έπαψαν να
φορτίζονται με ποικίλες σημασίες. Ο άνθρωπος από τον οποίο πήρε το όνομά
της η επικούρεια φιλοσοφία έζησε από το 341 ως το 27° π.Χ., δηλαδή σε
μία εποχή όπου η ανεπάρκεια -αν όχι η αβασιμότητα- της καθιερωμένης
θρησκείας γινόταν φανερή στους ευφυείς ανθρώπους, και όπου με την
εγκαθίδρυση των νέων ισχυρών βασιλείων, η ανεξαρτησία των ελληνικών
πόλεων-κρατών έχει αμετάκλητα χαθεί. Ο κόσμος ένιωθε όπως ίσως θα
ένιωθαν πολλοί σημερινοί Ευρωπαίοι αν ο χριστιανισμός καταρριπτόταν
ολοκληρωτικά ως μύθος και η χώρα τους υποδουλωνόταν στις ΗΠΑ. Η πολιτική
κι η θρησκεία είχαν εξαπατήσει τους ανθρώπους· το έδαφος, στην
κυριολεξία, είχε φύγει κάτω από τα πόδια τους. Αυτοί οι άνθρωποι
υποχρεωθήκαν να αναρωτήσουν αν άξιζε να (,ει κάνεις, και αν ναι, πώς. Η
εποχή έδωσε τρεις πασίγνωστες και πολύ διαφορετικές απαντήσεις σ’ αυτό
το πρακτικό πρόβλημα. Το κεφάλαιο τούτο ασχολείται με μία απ’ αυτές, τη
φιλοσοφία του Επίκουρου. Είναι βασικό να θυμόμαστε αυτήν την πρακτική
προέλευση της Επικούρειας, της Κυνικής και της Στωικής φιλοσοφίας. Για
μας η φιλοσοφία είναι κάτι που μελετάται στα πανεπιστήμια, ένα
αντικείμενο σπουδών με τη βιβλιογραφία και τους ειδικούς του. Όμως
τούτες οι φιλοσοφίες λειτουργούσαν εντελώς διαφορετικά. Ήταν πεποιθήσεις
που βοηθούσαν τους ταλαιπωρημένους από τη ζωή ανθρώπους να βρουν μία
διέξοδο, να λυτρωθούν από τους πόνους και τη σύγχυση. Ας πούμε ότι ένας
άντρας έβλεπε την πόλη του να ρημάζεται, την καταστροφή στο κατώφλι του,
τη γυναίκα και τα παιδιά του να πεθαίνουν. Ή, ακόμη κι αν δεν είχε
υποφέρει ο ίδιος, άκουγε για φρικαλεότητες και πολέμους και δεν ήξερε
πότε θα τους έβρισκε στο δρόμο του. Ένιωθε τη γη να χάνεται κάτω από τα
πόδια του και έψαχνε για σταθερό έδαφος στην κινούμενη άμμο. Αυτοί ήταν
οι λόγοι για τους οποίους τούτες οι φιλοσοφίες γεννήθηκαν, απέκτησαν
αμέτρητους οπαδούς και άντεξαν για εκατοντάδες χρόνια. Υπόσχονταν
ασφάλεια σε ανθρώπους που καταποντίζονταν και εκείνοι πίστευαν ότι όντως
τους παρείχαν ασφάλεια. Μπορούμε να τις καταλάβουμε μόνον αν
αναλογιστούμε, απέναντι σε ποια δεινά πρόσφεραν άσυλο· μπορούμε να τις
κρίνουμε μόνον αν μελετήσουμε το άσυλο που προσέφεραν.
Ο Επίκουρος ήταν αθηναϊκής καταγωγής, γιος
δασκάλου, γεννημένος στη Σάμο. Όμως το σκηνικό στο οποίο θα πρέπει να
τον φανταστούμε είναι ένα σπίτι με κήπο στην Αθήνα, όπου έζησε από τα
35 του ωζ το θάνατό του στα j\ του χρόνια,
περιτριγυρισμένος από φίλους και μαθητές, μεταξύ των οποίων και οι τρεις
αδελφοί του, μερικοί δούλοι και κάποιες γυναίκες. Από τις τριακόσιες
πραγματείες του για θέματα τόσο διαφορετικά όσο ο Έρωτας, η Μοναρχία, η
Μουσική και οι Αρρώστιες, λιγοστά αποσπάσματα διασώζονται. Υπάρχει ακόμη
η διαθήκη με την οποία άφηνε το σπίτι και τον κήπο του σε διαχειριστές
με σκοπό να διασφαλιστεί η χρήση τους από τους οπαδούς ζητούσε δε να
συγκαλούνται συγκεντρώσεις στη μνήμη την ημέρα των γενεθλίων του και
κάθε είκοσι του μηνός. Τα δόγματά του αναπτύσσονται σε τρεις επιστολές,
που διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος το 2ο μ.Χ. αιώνα. Το περίφημο διδακτικό
ποίημα του Λουκρήτιου «Περί της Φύσεως των Πραγμάτων» (De rerum natura),
είναι η εκτενέστερη προπαγάνδα του επικουρισμού βέβαια, ο χαρακτήρας
της επικούρειας διδασκαλίας, και παντός το ύφος, διαθλώνται περνώντας
μέσα από την παρ< ρη ιδιοσυγκρασία του Ρωμαίου ποιητή.
.
Μία σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Επίκουρου
από τον Διογένη Λαέρτιο (Δ.Λ. XII).
Για τον άνθρωπο αυτόν υπάρχουν άφθονοι
μάρτυρες της ανυπέρβλητης καλωσύνης του προς τους πάντες: η ίδια η πα δα
του που τον τίμησε με αγάλματα ορειχάλκινα, αλλά κι οι φίλοι του που
’ναι τόσοι πολλοί σ’ όλες τις πόλεις ώστε είναι αδύνατο να μετρηθούν· κι
όλοι οι μαθητές του, που γοητεύτηκα από τη χάρη της διδασκαλίας του· η
ίδια η Σχολή, που ενώ ι σχεδόν οι άλλες έχουν εξαφανιστεί, συνεχίζει ες αεί…
Η ευσυνειδησία του προς τους γονείς του, η ευγένεια προς τ αδέρφια, η
ανθρωπιά προς τους δούλους του, όπως αποδείχτηκε από τη ί θήκη του και
από το ότι ήσαν κι εκείνοι μέλη της Σχολής του· γενικά, η αγάπη του προς
τους πάντες.
Ο Διοκλής λέει γι’ αυτούς, ότι ζούσαν μια
πολύ απλή ζωή. «Αρκούνταν σ’ένα ποτήρι κρασί. Κατά τα άλλα ήταν λάτρεις
του νερού.» Ακόμα ότι ο Επίκουρος στα γράμματά του λέει πως του φτάνει
σκέτο ψωμί με νερό. “Στείλε μου” , γράφει, “ ένα μικρό δοχείο τυρί, ώστε
όταν θέλω, να μπορώ να το ρίχνω στην πολυτέλεια.” Τέτοιος ήταν ο
άνθρωπος που καθόρισε ότι σκοπός της ζωής είναι η ηδονή… (Δ.Λ. X 11).
.
Δύο επιστολές του Επίκουρου
α. Σ’ ένα παιδί
Φτάσαμε καλά στη Λάμψακο, εγώ, ο Πυθοκλής, ο
Έρμαρχος κι ο Κτήσιππος, και βρήκαμε τη Θεμίστα και τους άλλους φίλους,
κι είναι όλοι μια χαρά. Αν είστε καλά στην υγειά σας εσύ και η μαμά, κι
αν ακούς σε όλα τον μπαμπά και τον Μάτρωνα, όπως μέχρι τώρα, τότε όλα
είναι εντάξει. Το ξέρεις δα ότι κι εγώ κι όλοι οι άλλοι σ’ αγαπούμε πολύ
επειδή είσαι υπάκουος στο κάθε τι…
.
β. Στον Ιδομενέα
Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία
της ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα. Οι συνεχείς πόνοι από την
δυσεντερία και την στραγγουρία έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όμως
όλα αυτά τ’ αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς
αναθυμούμαι τις συζητήσεις που ’χουμε κάνει. Να φανείς άξιος της στάσης
που από νεαρός κράτησες απέναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να
φροντίσεις εσύ τα παιδιά του Μητρόδωρου. (Δ.Λ. χ 22).
Μία αθώα, ελκυστική προσωπικότητα: τελείως
διαφορετική απ’ ότι ίσως υποβάλλουν οι λέξεις «Επικούρειος» και
«Επίκουρος». Όμως τ τους βγήκε το κακό όνομα; Και πώς τούτος ο άκακος,
αγαθός άνθρωπος έφτασε να γίνει ο πιο μισητός Έλληνας φιλόσοφος, αυτός
που ’χει υποστεί τη χειρότερη μεταχείριση: Για να το καταλάβουμε, πρέπει
να εξετάσουμε τις πεποιθήσεις του. Με το συνετό και καθάριο τρόπο,
χαρακτηριστικό των Ελλήνων, ο Επίκουρος αναρωτιέται: Ποια είναι η φύση
του σύμπαντος; Τι είναι πραγματικό; Ποια φώτα πρέπει να ακολουθήσει
άνθρωπος για να περάσει με επιτυχία από τον κόσμο; Σ’ αυτά τα ερωτήματα
απαντά ως εξής: Δεν υπάρχει τίποτα στο σύμπαν εξόν από άτομα και κενό.
Τα πάντα είναι ύλη. Ο θεός και οι ψυχές μας είναι α ύλη, ακριβώς όπως το
χώμα και τα σώματά μας· από διαφορετικά άτομα, παρ’ όλα αυτά άτομα.
Ένας αδιάλλακτος, απόλυτος και πολύ απλός υλισμός. Κάθε μυστήριο
εξαφανίζεται· τα πάντα μπορούν να αν αναχθούν σε άτομα και να εξηγηθούν.
Αυτό το μέρος της φυσικής φιλοσοφίας του ο Επίκουρος το έχει δανειστεί
από έναν προγενέστερο στοχαστή τον Δημόκριτο. Το πρωτότυπο κομμάτι της
φιλοσοφίας του αφορά στη· θεωρία του για τη ζωή και την ηθική.
Πώς, ρωτάτε, θα ζήσουμε ικανοποιώντας τους
εαυτούς μας σε τούτον τον κόσμο των ατόμων; Ένα μόνο πράγμα είναι
αναμφισβήτητο σ’ αυτόν: οι αισθήσεις μας. Μπορούμε να αρνηθούμε την
ύπαρξη του καλού της δικαιοσύνης, της αρετής, αλλά δεν μπορούμε να
αρνηθούμε ότι έχουμε αίσθηση, ούτε το γεγονός πως ορισμένα αισθήματα
είναι ευχάριστα, πως τα ευχάριστα πράγματα είναι επιθυμητά και όλοι οι
άνθρωποι τα θέλουν. Συνεπώς, η ηδονή είναι το αγαθό.
Η παρακάτω επιστολή περιέχει την καλύτερη
σύνοψη της ηθικής το φιλοσοφίας και δείχνει ξεκάθαρα τι εννοεί με τη
λέξη «ηδονή». Οι φλεγματικές φράσεις αποκαλύπτουν μία φιλοσοφία που
έμελλε να σημαδέψει την πλειονότητα των ανθρώπων που έμπαιναν στον κόπο
ν’ ασχοληθούν με τη φιλοσοφία. Ιδιαίτερα προσέξτε πόσο λίγο ο
επικούρειος ορισμό για την ηδονή δικαιολογεί την κακή του φήμη· και πώς
μπορούμε να μιλήσουμε για
.
το νηφάλιο μεγαλείο της ήρεμης και γλυκιάς επικούρειας ζωής.
Μια σύνοψη της επικούρειας φιλοσοφίας·
η «Επιστολή στον Μενοικέα»:
Πρέπει να ’χουμε κατά νου ότι από τις
επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες. Από τις φυσικές, πάλι,
άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές. Τέλος, ορισμένες από τις
αναγκαίες επιθυμίες μας είναι δεμένες με την ευδαιμονία μας, άλλες με
την ευεξία του σώματός μας κι άλλες με την ίδια μας την επιβίωση. Αν τα
μελετήσουμε αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις, θα είμαστε σε θέση να ανάγουμε
κάθε επιλογή και κάθε αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στην γαλήνη
της ψυχής, μιας και αυτά είναι ό, τι έχει να σου προσφέρει μια
ευτυχισμένη ζωή. Γιατί όλα γι αυτό τα κάνουμε: για να μην πονούμε και
για να μη μας ταράζει τίποτα. Άπαξ και το εξασφαλίσουμε αυτό, κοπάζει η
φουρτούνα της ψυχής, αφού το έμψυχο ον δεν έχει λόγο να περιπλανηθεί
αναζητώντας κάτι άλλο, αναγκαίο για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής
και του σώματος. Γιατί τότε μόνο έχουμε ανάγκη από την ηδονή, όταν η
απουσία της μας κάνει να υποφέρουμε. Ενώ όταν τίποτα δεν ζορίζει την
ψυχή μας, δεν έχουμε ανάγκη να την επιδιώξουμε.
Και γι’ αυτό λέω πως η ηδονή είναι αρχή και
σκοπός του μακαρίως ζην: γιατί αναγνώρισα ότι είναι το πρωταρχικό και
συγγενικό με τη φύση μας αγαθό και ότι αυτή είναι η αφετηρία για κάθε
επιλογή και για κάθε αποφυγή μας, και ότι σ’ αυτήν καταλήγουμε πάλι,
όταν αποτιμάμε το κάθε αγαθό, έχοντας ως κριτήριο το τι αισθανόμαστε. Κι
ακριβώς επειδή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο μ’ εμάς αγαθό, για τούτο
δεν επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή, αλλά συμβαίνει ορισμένες φορές να
γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ηδονές, όταν τα προβλήματα που
προκαλούν αυτές οι ηδονές είναι για μας μεγαλύτερα· και υπάρχουν, από
την άλλη, πολλοί πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές,
εφόσον η ηδονή που θα ακολουθήσει άμα τους υπομείνουμε για κάμποσο, θα
είναι για μας μεγαλύτερη. Κάθε ηδονή λοιπόν, ακριβώς επειδή η φύση της
μας είναι συγγενική, είναι καλό πράγμα’ δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε
αδιακρίτως κάθε ηδονή’ ακριβώς όπως κάθε πόνος είναι κακό πράγμα κι
ωστόσο δεν είναι όλοι οι πόνοι τέτοιοι που να μπορούμε να τους
αποφεύγουμε.
Είναι καθήκον μας, εντούτοις, να τα κρίνουμε
όλα αυτά παραβάλλοντας και συγκρίνοντας το ένα με το άλλο και
εξετάζοντας προσεκτικά τι συμφέρει και τι όχι. Γιατί ορισμένες φορές
μεταχειριζόμαστε το αγαθό ως κακό και αντιστρόφως.
Το να αρκείται κανείς σ’ αυτά που έχει, το
θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα
λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά-με τη
γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι
άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα,
όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς
δύσκολα’ ότι μια σκέτη σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα
πολυτελές γεύμα, όταν έχει φύγει όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την
έλλειψη τροφής, και ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή
όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη.
Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στον απλό
τρόπο ζωής κι όχι στην πολυτέλεια, δεν βοηθά μόνο την υγεία αλλά κάνει
επίσης τον άνθρωπο ικανό να αντεπεξέρχεται με αποφασιστικότητα στις
αναγκαίες ενασχολήσεις της ζωής· μας κάνει να το ευχαριστιόμαστε
περισσότερο όταν, αραιά και πού, παίρνουμε μέρος σε πολυτελή γεύματα,
και μας προετοιμάζει να σταθούμε άφοβοι μπρος στα παιχνίδια της τύχης.
Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι σκοπός είναι η
ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και των αισθησιακών
απολαύσεων, όπως νομίζουν κάποιοι -από άγνοια κι επειδή διαφωνούν μαζί
μας ή παίρνουν στραβά τα λόγια μας-, αλλά εννοούμε το να μην υποφέρει
κανείς σωματικούς πόνους και το να μην είναι η ψυχή του ταραγμένη. Γιατί
τη γλυκιά ζωή δε μας την προσφέρουν τα φαγοπότια κι οι διασκεδάσεις,
ούτε οι απολαύσεις με αγόρια και γυναίκες, ούτε τα ψάρια και τ’ άλλα
εδέσματα που προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός,
αυτός που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησής μας ή κάθε αποφυγής μας, και
αποδιώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν την ψυχή μας.
Αφετηρία για όλα αυτά, και μέγιστο αγαθό
συνάμα, είναι η φρόνηση. Γι αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από
τη φιλοσοφία ακόμα, γιατί απ’ αυτήν απορρέουν όλες οι αρετές: η φρόνηση
που μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα αν η ζωή
του δεν έχει γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, κι ούτε πάλι μπορεί να ’χει
η ζωή του γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει και χαρά. Γιατί οι
αρετές αυτές είναι σύμφυτες με το να ζει κανείς ευτυχισμένα, κι η
ευτυχισμένη ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές.
Ποιον άραγε θεωρείς καλύτερο από εκείνον που
έχει αγνή και καθάρια γνώμη για τους θεούς και που ’χει ξεπεράσει
τελείως το φόβο του θανάτου; Που έχει αναλογιστεί το σκοπό που έθεσε η
φύση, που έχει αντιληφθεί πόσο εύκολα αγγίζει κανείς και κατακτά το όριο
των καλών πραγμάτων και πόσο μικρή είναι η διάρκεια ή η ένταση των
κακών. Που κοροϊδεύει την Αναγκαιότητα – που κάποιοι την παρουσιάζουν ως
την απόλυτη εξουσιάστρια των πάντων-, και βεβαιώνει ότι άλλα πράγματα
συμβαίνουν αναγκαστικά, άλλα οφείλονται στην τύχη, άλλα όμως περνούν από
το χέρι μας· γιατί το βλέπει ότι η αναγκαιότητα δεν φέρει ουδεμία
ευθύνη κι η τύχη είναι άστατη, όμως εκείνο που εξαρτάται από εμάς (τό δε παρ’ ημάς άδέσποτον),
είναι ελεύθερο και φυσικά επιδέχεται τη μομφή όσο και τον έπαινο.
Οπότε, καλύτερα να πιστέψουμε στους μύθους περί θεών παρά να
υποδουλωθούμε στην Αναγκαιότητα (την ειμαρμένη) των φυσικών φιλοσόφων:
οι μύθοι αφήνουν κάποιαν ελπίδα να εξευμενίσει κανείς τους θεούς μέσω
της λατρείας τους, ενώ αντίθετα η Αναγκαιότητα δεν κάμπτεται με τις
δεήσεις.
Αλλά και την Τύχη, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν
τη θεωρεί θεά όπως κάνουν οι πολλοί -αφού από ένα θεό τίποτα δεν
γίνεται άτακτα. Ούτε την θεωρεί ως αστάθμητη αιτία όλων των πραγμάτων·
γιατί δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται στους ανθρώπους το καλό ή το
κακό ως προς την ευτυχία τους. Πιστεύει ότι η τύχη είναι απλώς μια
αφετηρία για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά. Πιστεύει πως είναι καλύτερα να
ατυχήσει μετά από σωστή σκέψη παρά να σταθεί τυχερός όντας παράλογος.
Γιατί στις ανθρώπινες πράξεις καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο
βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με
σωστή κρίση.
Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους,
να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα,
και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον
ξύπνιο σου· και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν
μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά. (Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα – απόσπ.).
ΩΣ ΕΝΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΟΤΙ Η ΗΔΟΝΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ το σκοπό
της ζωής, ο Επίκουρος προβάλλει και το γεγονός ότι όλα τα ζωντανά
πλάσματα την επιδιώκουν και την απολαμβάνουν απ’ τη στιγμή που Οα
γεννηθούν, ενώ προς τον πόνο εκδηλώνουν μια φυσική αποστροφή.
Αν αυτά που προκαλούν τις ηδονές των ασώτων,
μπορούσαν επίσης να διαλύσουν τους φόβους απέναντι στα ουράνια και στο
θάνατο και τους πόνους, και αν επιπλέον ήσαν ικανά να διδάξουν ποια
είναι τα όρια της επιθυμίας και του πόνου, τότε δεν θα μπορούσαμε να
κατηγορήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, που από παντού θα αντλούσαν ηδονές
και δεν θα ‘ξέραν τι θα πει λύπη και πόνος – αυτά δηλαδή που συνιστούν
το κακό. (Κ.Δ. 10).
Καμιά ηδονή δεν είναι από μόνη της κακό
πράγμα. Όμως αυτά που μας οδηγούν σε κάποιες ηδονές, επιφέρουν
προβλήματα πολύ μεγαλύτερα από τις ηδονές. (Κ.Δ. 12).
Άλλες επιθυμίες είναι φυσικές και αναγκαίες,
άλλες είναι φυσικές μα όχι και αναγκαίες, και άλλες δεν είναι ούτε
φυσικές ούτε αναγκαίες αλλά γεννιούνται από την κενοδοξία. Στην πρώτη
κατηγορία ανήκουν οι επιθυμίες εκείνες που θέτουν τέλος στον πόνο – όπως
λ.χ. το νερό παύει τη δίψα· στη δεύτερη ανήκουν εκείνες που
διαφοροποιούν την ηδονή χωρίς να εξουδετερώνουν κάποιον πόνο -όπως λ.χ.
τα πολυτελή εδέσματα’ μη φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίες είναι, ας
πούμε, η δόξα, οι ανδριάντες και τα στεφάνια. (Κ.Δ. 24).
Για κάθε επιθυμία που θα σου ’ρχεται, πρέπει
να ρωτάς: τι θα γίνει με μένα αν πραγματοποιηθεί αυτό που ζητάω; και τι
αν δεν πραγματοποιηθεί; (Επικ. Προσφ. 71)·
ΤΟΥΤΗ II ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑΣ αντίληψης
για την ηδονή θα ήταν ελλιπής χωρίς μία αναφορά σε αυτό που ο δάσκαλος
θεωρούσε σημαντικότατο της στοιχείο. Η φιλία ήταν μέρος της φιλοσοφίας,
όπως και της ζωής του Επίκουρου, και καθιερώθηκε ως μία από τις
θεμελιώδεις παραδόσεις της σχολής:
Ανάμεσα σε κείνα με τα οποία σε προετοιμάζει
η σοφία για την ευτυχία σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου, το
σημαντικότερο απ’ όλα είναι η απόκτηση φίλων. (Κ.Δ. 27).
Η φιλία χορεύει ολόγυρα από την οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας. (Επικ. Προσφ. 52).
Δεν είναι τόσο η βοήθεια των φίλων αυτό που χρειαζόμαστε, όσο η εμπιστοσύνη στη βοήθειά τους. (Επικ. Προσφ. 34)·
Είναι γλυκιά η ανάμνηση ενός πεθαμένου φίλου. (Απ. 50).
Μην κάνεις τίποτα για το οποίο θα φοβάσαι μη μαθευτεί από τον πλησίον σου. (Επικ. Προσφ. 70).
Ο ευγενής άνθρωπος νοιάζεται πολύ για την
σοφία και την φιλία· το πρώτο είναι θνητό αγαθό ενώ το δεύτερο είναι
αθάνατο.» (Επικ. Προσφ. 78).
.
Η στάση απέναντι στο θεό
Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΠΑΡΟΤΡΥΝΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ να
βρουν την ευτυχία στις ηδονές, αλλά στις ηδονές εκείνες που δεν αφήνουν
πικρή γεύση. Ωστόσο, όποια ευτυχία και να βρει ο άνθρωπος στην αναζήτηση
της ηδονής, τρεις μέγιστοι φόβοι εξακολουθούν να τον κατατρέχουν: ο
φόβος του θανάτου, ο φόβος του θεού, ο φόβος του άλλου κόσμου. Μ’ αυτές
τις απειλές μόνιμα παρούσες, πώς μπορούν οι άνθρωποι να απολαύσουν
αβασάνιστα την ηδονή; Ο θάνατος ήταν κάτι το βέβαιο. Η παραδοσιακή
θρησκεία μιλούσε για ένα πλήθος ισχυρών και παρορμητικών θεοτήτων που
επενέβαιναν αυθαίρετα στη ζωή των θνητών. Όσο για τη μετά θάνατο ζωή, οι
ποιητές περιέγραφαν έναν κάτω κόσμο όπου οι νεκροί ήταν καταδικασμένοι
να περιφέρονται αιώνια, φαντάσματα δίχως αίμα και δύναμη’ έναν κάτω
κόσμο όπου oι Ερινύες με βουτηγμένα στο αίμα μαστίγια, φίδια με πενήντα
κεφάλια, το τερατώδες σκυλί του Άδη και άλλες χίλιες μορφές του φόβου,
περίμεναν να τιμωρήσουν τις εσκεμμένες ή αθέλητες αμαρτίες. Πώς μπορούσε
ένας άνθρωπος να είναι ευτυχής με τούτα τα σπαθιά να κρέμονται πάνω από
το κεφάλι του;
Ας δούμε πώς ο Επίκουρος ήλπιζε να τους
παρηγορήσει και να τους υπερασπιστεί από τη βίαιη εισβολή του φόβου. Το
απόσπασμα που ακολουθεί δείχνει την αντίληψή του για το θεό:
Πρώτα-πρώτα, το θεό να τον θεωρείς ως ένα ον
άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους τους
ανθρώπους παράστασή του. Μην του προσάπτεις τίποτα το άσχετο με την
αφθαρσία και αταίριαστο με τη μακαριότητά του. Πίστευε, αντίθετα, σε
ο,τιδήποτε μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Οι
θεοί υπάρχουν, μιας και η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ολοκάθαρη.
Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο πολύς ο κόσμος. Γιατί ο
κόσμος δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση των θεών.
Ασεβής δεν είναι αυτός που βγάζει από τη
μέση τους θεούς στους οποίους πιστεύει ο πολύς κόσμος· ασεβής είναι
αυτός που φορτώνει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Ό, τι πιστεύει ο
κόσμος για το θεό δεν είναι γνώση αλλά ψευδής δοξασία. Από δω και η
αντίληψη ότι οι θεοί προκαλούν στους κακούς τα μεγαλύτερα δεινά και ότι
ευεργετούν τους καλούς. Διότι οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις
δικές τους αρετές και αποδέχονται τους ομοίους τους ενώ το διαφορετικό
το θεωρούν ξένο και εχθρικό. (Επιστολή προς Μενοικέα).
Το μακάριο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει
προβλήματα ούτε και σε άλλους προκαλεί, έτσι δεν οργίζεται με κανέναν
και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Γιατί όλα αυτά είναι γνωρίσματα των
αδύναμων όντων. (κ.δ. Ι).
.
Απέναντι στο θάνατο
Ο ΘΕΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ,
λοιπόν, αλλά η ευλογημένη και αδιάφθορη ύπαρξή του βρίσκεται υπεράνω
οργής, υπεράνω κάθε ενδιαφέροντος για τα ανθρώπινα. Δεν χρειάζεται να
φοβόμαστε ούτε Εκείνον ούτε τις τιμωρίες και τα μαρτύρια μιας κόλασης
που οι λογοτέχνες επινόησαν και που είναι εντελώς ανακόλουθη με την
αληθινή αντίληψη για το θείο. Όμως ο φόβος του θανάτου παραμένει. Να πώς
τον αντιμετωπίζει ο Επίκουρος:
ΚΟΙΤΑ να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος
για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή
μας’ όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή
εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε
τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά
επειδή μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις,
τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ’χει αληθινά συνειδητοποιήσει
ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός
που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν
έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό, τι
δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί
όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά. ο
θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας. ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς
αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο
θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους
πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν
υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο
σαν να ’ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν’
αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή
απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η
ζωή, αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν
προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη
ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. (Επιστολή προς Μενοικέα-απόσπ).
ΕΤΣΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΟ ΦΟΒΟ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ, του θανάτου και της μέλλουσας ζωής. Όμως προσπαθεί επίσης να
προστατέψει τον άνθρωπο και από άλλους κινδύνους. Αντιμετωπίζει και
-κατ’ εξαίρεση, όχι με απόλυτη ευθύτητα- τον πόνο ως εξής:
Ο σωματικός πόνος δεν παραμένει μόνιμα. Ο
οξύτατος πόνος διαρκεί πολύ λίγο’ ενώ κάθε πόνος που απλώς είναι
υπέρτερος από τη σωματική ηδονή, δε βαστά πολλές μέρες. Και στις
μακροχρόνιες αρρώστιες, στο σώμα υπερτερεί η ηδονή παρά ο πόνος. (κ.δ.
4).
ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΠΕΙΣΤΙΚΟ· και για να
είμαστε ειλικρινείς, ο Επίκουρος αντιμετωπίζει τις φυσικές αλλαγές και
τις ατυχείς συγκυρίες της ζωής αποφεύγοντας ή ελαχιστοποιώντας τες.
Παρακινεί τους οπαδούς του να εκτίθενται όσο το δυνατό λιγότερο, να
διάγουν βίους προστατευμένους όπως έκαναν ο ίδιος και οι μαθητές του
στον ήσυχο αθηναϊκό τους κήπο. Υποστήριζε ότι έπρεπε να κρατιέται κανείς
μακριά από την πολιτική, να καταπνίγει τη φιλοδοξία, να περιφρονεί τις
τιμές που προσφέρει η πολιτεία και ο στρατός. Για να γίνουμε μεγάλοι
ηγεμόνες ή δημόσιοι άντρες πρέπει να ξεχάσουμε ότι γεννηθήκαμε για την
ηδονή κι όχι για τη φήμη ή την εξουσία. Έτσι οι δύο λέξεις- κλειδιά της
διδασκαλίας του είναι αυτάρκεια και ελευθερία από ψυχική ταραχή (αταραξία)· η δε πρωτοτυπία και δύναμή της έγκειται τόσο σ’ αυτές όσο και στο δόγμα του περί ηδονής.
Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας είναι η ελευθερία. (Ε. Π. 77).
Πολυτιμότερος καρπός της δικαιοσύνης είναι η αταραξία.
Ζήσε στην αφάνεια.(Απ. 86).
Τίποτα δεν είναι αρκετό για όποιον το αρκετό τού είναι λίγο. (Απ. 7°)·
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΑΤΙΑ στις κατευθυντήριες
αρχές του Επίκουρου, ας δούμε την άποψή του και για ορισμένα άλλα ιδεώδη
του ανθρώπινου γένους.
.
α. Πλούτος
Τα αμέτρητα πλούτη σημαίνουν μεγάλη φτώχεια, αν εκτιμηθούν σύμφωνα με το φυσικό σκοπό της ζωής. (Ε.Π. 25).
Αν ζεις σύμφωνα με τη φύση, δεν θα ’σαι ποτέ
φτωχός. Αν ζεις σύμφωνα με ό, τι πιστεύουν οι πολλοί, δεν θα ’σαι ποτέ
πλούσιος. (Σενέκας, Επιστ. 16.7).
Τον πλούτο τον απολαμβάνει αληθινά αυτός που τον έχει λιγότερο ανάγκη. (Σενέκας, Επιστ. 4.10).
Η εύθυμη φτώχεια είναι αξιότιμη. (Σενέκας, Επιστ. 14.17).
Πολλοί, σαν πλούτισαν δεν βρήκαν στον πλούτο καταφύγιο απ’ το κακό, παρά μια νέα, χειρότερη μορφή του κακού. (Απ. 72).
Κανέναν δεν πρέπει να φθονούμε: τους καλούς
ανθρώπους δεν τους αξίζει ο φθόνος’ κι όσο για τους κακούς, ετούτοι όσο
καλύτερα τα πάνε τόσο περισσότερο αυτοκαταστρέφονται. (Ε.Π. 53)·
Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις άλλα χρήματα· αφαίρεσέ του την επιθυμία να πλουτίσει. (Απ. 28).
.
β. Εξουσία
Την ευτυχία και τη μακαριότητα δεν
τις φέρνουν τα μεγάλα πλούτη ούτε η πληθωρική δραστηριότητα ούτε οι
εξουσίες ούτε η ισχύς, αλλά η αλυπία, η πραότης των συναισθημάτων κι η
ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια που έχει θέσει η φύση. (Απ. 85).
Η εξουσία κι η βασιλεία είναι φυσικά αγαθά,
εφ’ όσον μπορούν πραγματικά να σε εξασφαλίσουν απέναντι στους άλλους
ανθρώπους. (Κ.Δ. 6).
.
γ. Επιστήμη
ΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ του Επίκουρου βασίζεται
στην επιστήμη, ο ίδιος δεν πιστεύει στη γνώση ως αυτοσκοπό. Τη θεωρεί
υποταγμένη στον απώτατο σκοπό που είναι η αταραξία και η ηδονή’ πέραν
τούτου, δεν της δίνει περισσότερη αξία.
Οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να απαλλαγούν
από το φόβο πάνω στα πιο σημαντικά ζητήματα, αν παρέμεναν θύματα της
μυθολογίας και δεν είχαν ιδέα για τη φύση του σύμπαντος. Χωρίς τη φυσική
επιστήμη, λοιπόν, δεν μπορούμε να απολαύσουμε γνήσια τη ζωή.
ΑΝ δεν μας βασάνιζαν οι αμφιβολίες για τα
ουράνια κι οι υποψίες μήπως ο θάνατος σημαίνει κάτι για μας, κι ακόμα,
αν δεν μας ταλαιπωρούσε το ότι δεν ξέρουμε ποια είναι τα όρια των πόνων
και των επιθυμιών, τότε δεν θα είχαμε ανάγκη από την φυσική επιστήμη.
(Κ.Δ. 11).
Δεν πρέπει να μελετάμε τη φύση με κενές
υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά όπως απαιτούν τα φαινόμενα. Γιατί
στη ζωή δεν έχουμε ανάγκη από υποκειμενισμούς (ιδιολογίας) και κούφιες
δοξασίες, αλλά από αταραξία ψυχής. (Προς Πυθοκλή, 86).
.
δ. Αρετή
Η ΤΟΛΜΗ και η συνέπεια της σκέψης του
Επίκουρου, ζωγραφίζονται στον τρόπο που πραγματεύεται τη σπουδαιότερη
αρετή, το δίκαιο, υποβιβάζοντας την σε απλή σκοπιμότητα:
Το φυσικό δίκαιο δεν είναι παρά σύμβαση
συμφέροντος, καθώς αποβλέπει στο να μη βλάπτουν και να μη βλάπτονται
μεταξύ τους οι άνθρωποι. (Κ.Δ. 31).
Δικαιοσύνη αυτή καθαυτή δεν υπήρξε ποτέ.
Συνθήκη ήταν πάντα, που κατά τόπους γεννιόταν μέσα από τις αμοιβαίες
συναναστροφές των ανθρώπων. (Κ.Δ. 33)·
Δεν υπάρχει η έννοια του δικαίου ή της
αδικίας για τα πλάσματα εκείνα που δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν να μη
βλάπτονται μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τους λαούς εκείνους που
δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συνάψουν συνθήκες ώστε οι άνθρωποι να μη
βλάπτουν και να μη βλάπτονται. (Κ.Δ. 32).
Η αδικία από μόνη της δεν αποτελεί κακό.
Είναι κακό ως προς τον φόβο που ελλοχεύει στο μυαλό αυτού που την δια-
πράττει, ότι δεν θα ξεφύγει από εκείνους που έχουν οριστεί ως τιμωροί
αδίκων πράξεων. (Κ.Δ. 34)·
Κανένας απ’ αυτούς που κρυφά καταπατούν τα
όσα συμφώνησαν μεταξύ τους οι άνθρωποι ώστε να μη βλάπτουν και να μη
βλάπτονται, δεν είναι δυνατό να πιστεύει πως θα μένει απαρατήρητος, έστω
κι αν μέχρι τώρα έχει ξεφύγει χιλιάδες φορές· γιατί δεν είναι βέβαιο
πως θα ξεφεύγει μέχρι το τέλος. (Κ.Δ. 35)·
Από γενική σκοπιά, το δίκαιο είναι για όλους
το ίδιο, μιας και είναι προς το συμφέρον των ανθρώπινων σχέσεων. Όμως
λόγω της ιδιαιτερότητας μιας χώρας ή για τις όποιες άλλες αιτίες, το
δίκαιο καταλήγει να μην είναι το ίδιο για όλους. (Κ.Δ. 36).
Από τα όσα θεωρούνται δίκαια σύμφωνα με το
νόμο, θέση στο χώρο της δικαιοσύνης έχει εκείνο που αποδεδειγμένα ωφελεί
όσον αφορά στις ανάγκες των κοινωνικών σχέσεων – είτε αποβαίνει το ίδιο
για όλους είτε όχι. Αν όμως κάποιος θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει
προς όφελος της κοινωνικής ζωής, ο νόμος τούτος δεν έχει το φυσικό
χαρακτήρα του δικαίου. Αυτό που κατά το νόμο είναι ωφέλιμο, έστω κι αν
κάποτε διαφοροποιείται, για ορισμένο χρονικό διάστημα βρίσκεται
εναρμονισμένο με την έννοια του δικαίου· και δεν παύει, για εκείνο
ακριβώς το διάστημα, να θεωρείται δίκαιο από όσους δεν ταράζονται από
κούφια λόγια και δεν χάνουν από το βλέμμα τους την πραγματικότητα. (Κ.Δ.
37)·
Ο δίκαιος είναι ο πιο ατάραχος άνθρωπος’ ενώ ο άδικος ζει γεμάτος ταραχή. (Κ.Δ. 17)
.
Μερικές ρήσεις
Ποτέ δεν θέλησα να γίνω αρεστός στους
πολλούς. Αφ’ ενός, δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς· και αφ’
ετέρου, τα όσα γνώριζα βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη. (Απ.
43)·
Στη θεωρητική συζήτηση κερδισμένος βγαίνει ο ηττημένος, εφ’ όσον κάτι έμαθε παραπάνω. (Ε.Π. 74)·
Οι νόμοι υπάρχουν για χάρη των σοφών· για να
τους προφυλάξουν, όχι απ’ το να κάνουν αδικίες αλλά από το να
υφίστανται αδικίες. (Απ. 8ι).
Ο περισσότερος κόσμος όταν ησυχάζει είναι σαν ναρκωμένος κι όταν δραστηριοποιείται είναι σαν τρελαμένος. (Ε.Π. 74)
Ακούω να μου λες πως οι ανησυχίες της σάρκας
σ’ έχουν κάνει επιρρεπή στις σεξουαλικές ηδονές. Εφ’ όσον δεν
παραβαίνεις κανένα νόμο και δεν μετακινείς τα ήθη τα καλώς κείμενα, εφ’
όσον δεν προκαλείς στενοχώρια σε κανέναν άνθρωπο γύρω σου, εφ’ όσον δεν
επιβαρύνεις το σώμα σου και δεν κατασπαταλάς ό, τι σου είναι αναγκαίο,
τότε χρησιμοποίησε όπως θέλεις αυτή σου την κλίση. Δε γίνεται όμως να μη
σε εμποδίσει κάποιο από τα παραπάνω. Το σεξ δεν ωφέλησε ποτέ’ ας
είμαστε ευχαριστημένοι αν δεν μας βλάψει κιόλας. (Ε.Π. 51).
Κακό πράγμα η ανάγκη’ δεν είναι όμως διόλου αναγκαίο να ζει κανείς υπό καθεστώς ανάγκης. (Ε.Π. 9).
Όποιος έχει λιγότερο την ανάγκη του αύριο, αυτός θα πάει να συναντήσει το αύριο με τη μεγαλύτερη χαρά. (Απ. 78)·
.
Για τη φιλοσοφία
Μάταιος είναι ο φιλοσοφικός λόγος που δεν
θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος· ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά
μόνο σαν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν
προσφέρει τίποτε αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της. (Απ. 54)·
Όσο είναι κανείς νέος, ας μην αναβάλλει για
το μέλλον τη φιλοσοφία, μα κι όταν γεράσει, ας μη βαριέται να φιλοσοφεί.
Γιατί για κανένα δεν είναι ποτέ νωρίς και ποτέ αργά για ό, τι έχει να
κάνει με την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει πως δεν ήρθε ακόμα η
ώρα για φιλοσοφία ή ότι πέρασε πια ο καιρός, μοιάζει με άνθρωπο που λέει
πως δεν είναι ώρα τώρα για την ευτυχία ή πως δεν έμεινε πια καιρός γι”
αυτήν. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος: ο ένας ώστε
καθώς γερνά, να νιώθει νέος μες στα αγαθά που του προσφέρει η χάρη των
περασμένων· ενώ ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, αφού
δεν θα ’χει αγωνία για το αύριο. Χρειάζεται, λοιπόν, να στοχαζόμαστε τα
όσα φέρνουν την ευδαιμονία, αφού όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, κι
όταν τη στερούμαστε κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
Να πράττεις και να μελετάς αυτά που συνεχώς σου παράγγελνα, θεωρώντας τα ως βασικές αρχές του καλώς ζην.» (Επιστ. Προς Μενοικέα-απόσπ.).
.
Η διδασκαλία της Φύσης
Η φύση μάς διδάσκει να θεωρούμε μικρά τα
όσα μας φέρνει η τύχη· μας διδάσκει, όταν είμαστε τυχεροί να μην
αγνοούμε την ατυχία, αλλά κι όταν δυστυχούμε να μην υπερεκτιμούμε την
καλοτυχία’ και να δεχόμαστε ατάραχοι τα καλά που μας φέρνει η τύχη αλλά
και να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιταχθούμε σε όσα μας φαίνονται
κακά· μας διδάσκει πως όλα όσα οι πολλοί θεωρούν καλά και κακά είναι
εφήμερα και πως η σοφία δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με την τύχη. (Απ.
77)·
Ας ευγνωμονούμε την ευλογημένη φύση, που όλα τα αναγκαία τα έκανε ευκολοαπόκτητα και τα μη αναγκαία δύσκολοαπόκτητα. (Απ. βγ).
.
Δύο απόψεις για τον επικουρισμό
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ Λακτάντιος σχολιάζει:
«Στους ανίδεους λέει ότι δεν χρειάζεται να μελετούν λογοτεχνία’
απαλλάσσει τους φιλάργυρους από το καθήκον της ευεργεσίας’ αποτρέπει τον
αργόσχολο από την υπηρεσία προς το κράτος, τον τεμπέλη από τη δουλειά
και τον δειλό από τη μάχη. Οι άθεοι μαθαίνουν ότι οι θεοί είναι
αδιάφοροι’ οι εγωιστές δέχονται την εντολή να μη δίνουν τίποτα σε
κανένα, γιατί ο σοφός ό, τι κάνει το κάνει για τον εαυτό του· ο
μοναχικός ακούει να υμνείται η μοναξιά, ο φιλάργυρος μαθαίνει ότι μπορεί
να ζήσει μόνο με ψωμί και τραχανά· εκείνος που μισεί τη γυναίκα του
ακούει για την ευλογημένη ζωή των εργένηδων· ο γονιός ενός άχρηστου
παιδιού ακούει για τα αγαθά της ατεκνίας· τα παιδιά των ασεβών μαθαίνουν
ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση προς τους γονείς· στους αδύναμους και
τρυφηλούς υπενθυμίζεται ότι ο πόνος είναι το χειρότερο των κακών.» (Div
Inst. III 17).
Ο Λουκιανός μιλώντας για τον Επίκουρο λέει:
«Εκείνος ο άγιος και θεσπέσιος άνθρωπος, ο
μόνος που με όπλο την αλήθεια ξεχώρισε τα καλά και τα μετέδωσε στον
κόσμο κι απελευθέρωσε το πνεύμα όσων μαθήτευσαν κοντά του.»
«Πόσα καλά προσφέρει το βιβλίο εκείνο[*] σε
όσους το διαβάζουν, πόση γαλήνη, αταραξία και ελευθερία γεννά μέσα
τους, γλυτώνοντάς τους από τους φόβους, τα φαντάσματα και τα τέρατα, κι
από μάταιες ελπίδες και περιττές επιθυμίες, αφού ενσταλάζει φρόνηση και
αλήθεια και εξαγνίζει πραγματικά τη σκέψη τους κι όχι με δάδες και
κρεμμύδια κι άλλες τέτοιες χαζομάρες, αλλά με ορθό λόγο, αλήθεια και
παρρησία.»
(Λουκ. Αλέξανδρος η φευδομάντης, 61, 47)·
ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗ ΘΑΥΜΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΟΛΜΗ
αυτού του εγχειρήματος, να ανεγερθεί ένα απαραβίαστο τείχος μες στο
οποίο το ανθρώπινο πνεύμα θα μπορεί να προφυλαχτεί από τους κινδύνους
του κόσμου τούτου και του επόμενου. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν υπήρξε
ποτέ τόσο δημοφιλές. Είναι σαφές και εύλογο. Σ’ αυτούς που δεν ζητούν
παρά μία άνετη διαβίωση με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια, άγχος,
κίνδυνο και ταλαιπωρία, ο Επίκουρος προσφέρει μία θεωρία που εξηγεί τις
παρορμήσεις τους, δικαιολογώντας και ενισχύοντας παράλληλα τις
συνήθειές τους. Και υπάρχει κάτι το ευγενές σε μία φιλοσοφία που
εκθέτει καθαρά τον παραλογισμό της ανηθικότητας, της απληστίας και της
δεισιδαιμονίας, εγκωμιάζοντας τα πλεονεκτήματα της απλής ζωής. Ιδίως τον
παραλογισμό της δεισιδαιμονίας, που πάντα στάθηκε μία από τις
μεγαλύτερες πληγές της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν έχει
ποτέ κατηγορηθεί και δεν έχει γίνει τόσο απεχθές όσο αυτό. Συναινεί στις
καταχρήσεις, υπογράμμιζε ο Λακτάντιος. Και αν εκφράζει τις συνειδητές ή
υποσυνείδητες επιθυμίες των δύο τρίτων της ανθρωπότητας, αηδιάζει και
εξοργίζει την υπόλοιπη, μιας και ο επικουρισμός ψαλιδίζει τα φτερά όλων
εκείνων των υψηλοφρόνων επιδιώξεων, οραμάτων και προσπαθειών μέσω των
οποίων ο άνθρωπος «τείνει» να ανυψωθεί στα ουράνια’ ο αετός γίνεται
όρνιθα που βρίσκει την ευτυχία στο καλαμπόκι, μες στις κοπριές. Πάει η
θρησκεία. Πάει η επιστήμη: η χρησιμότητά της εξαντλείται από τη στιγμή
που ελευθερώνει τους ανθρώπους από τη δεισιδαιμονία. Η γνώση δεν είναι
αυτοσκοπός για εκείνους που έχουν θέσει την ηδονή ως απώτερο σκοπό της
ζωής τους. Πάει η λογοτεχνία. Ο Επίκουρος έβλεπε την ποίηση ως «σαματά
των ποιητών», μιλούσε για «ανοησίες του Ομήρου» και συμβούλευε τους
οπαδούς του «ν’ ανοίξουν πανιά και ν’ απομακρυνθούν από κάθε λογής
παιδεία». Πάει η πολιτική: γιατί μας εκθέτει στο άγχος και στον κίνδυνο
και μας αποσπά από το αληθινό αγαθό. Μένουν τα ιδεώδη της επικούρειας
φιλοσοφίας, εκείνα της αυτάρκειας και αταραξίας – ένας εγωισμός ελάχιστα
χυδαίος ή απωθητικός, ίσως ο πιο συμπαθής και φωτισμένος, όμως παρ’ όλα
αυτά εγωισμός που ίσως αψηφά τη ρήση:«Ο άνθρωπος οφείλει να επιδιώκει
τη γαλήνη, μόνο στο βαθμό που δεν καταστρέφει τη μεγαλοφροσύνη.
*
Για τον Επίκουρο
Δημοσίευση: Παύλος-Ormithiella / Σχολιαστές Χωρίς ΣύνοραΙανουαρίου 20, 2013 19:10
Βίος Επίκουρου
“Ο σεβασμός (του Επίκουρου) προς τους Θεούς και η φιλία του προς την πατρίδα, δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν“.ΤΗΣ ΜΕΝ ΓΑΡ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥΣ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΦΙΛΙΑΣ ΑΛΕΚΤΟΣ Η ΔΙΑΘΕΣΙΣ.
(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 10.6)
Ο Επίκουρος γεννήθηκε κατά το τρίτο έτος της εκατοστής ενάτης ολυμπιάδος, στις επτά του μηνός Γαμηλιώνος (341 π.χ.). Πατέρας του ήταν ο Νεοκλής και μητέρα του η Χαιρεστράτη. Ήταν Αθηναίος πολίτης(Δήμος Γαργηττού) και ανήκε στο γένος των Φιλαϊδών. Ανατράφηκε στη Σάμο επειδή η οικογένειά του μετέβηκε στο νησί ως κληρούχος.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΣΤΡΑΤΗΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΓΑΡΓΗTΤΙΟΣ, ΓΕΝΟΥΣ ΦΙΛΑΪΔΩΝ …. ΚΛΗΡΟΥΧΗΣΑΝΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΗ ΣΑΜΟΝ ΕΚΕΙΘΙ ΤΡΑΦΗΝΑΙ.
(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 1.1)
Ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Σύμφωνα με τις πηγές την εποχή αυτή στράφηκε προς τη φιλοσοφία επειδή οι γραμματοδιδάσκαλοί του δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις απόψεις του Ησίοδου περί χάους, δηλαδή να εξηγήσουν τη θέση του Ησίοδου ότι αφού στην αρχή υπήρχε το χάος (ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ ΤΟ ΧΑΟΣ) πως το χάος εγεννήθη(ΤΟ ΧΑΟΣ ΠΟΘΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗ).
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ Δ’ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΕΝ ΤΩ ΠΡΩΤΩ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΒΙΟΥ ΦΗΣΙΝ ΕΛΘΕΙΝ ΑΥΤΟΝ ΕΠΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ ΚΑΤΑΓΝΟΝΤΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΩΝ ΕΠΕΙΔΗ ΜΗ ΕΔΥΝΗΘΗΣΑΝ ΕΡΜΗΝΕΥΣΑΙ ΑΥΤΩ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡ’ ΗΣΙΟΔΩ ΧΑΟΥΣ
(Διογένης Λαέρτιος – Βίοι Φιλοσόφων- Επίκουρος 2.6)
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, το 323 π.χ. εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στον Αθηναϊκό στρατό. Αργότερα, το 321π.χ. επέστρεψε στην οικογένειά του, που είχε μετακομίσει στο Κολοφώνα μετά την εκδίωξη των αθηναίων κληρούχων από τη Σάμο. Ο Επίκουρος γνώρισε τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές της εποχής του. Διδάσκαλοί του ήταν ο πλατωνικός φιλόσοφος Πάμφιλος στη Σάμο, ο Ξενοκράτης της Ακαδημίας στην Αθήνα και ο Δημοκρίτειος Ναυσιφάνης στην Τέω, πόλη κοντινή στη Κολοφώνα. Από τους παλαιότερους φιλοσόφους περισσότερο εκτιμούσε τον Αναξαγόρα, τον Αρχέλαο και τον Δημόκριτο. Στην ηλικία των τριάντα ετών μετέβηκε στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης για να διδάξει φιλοσοφία, αλλά σύντομα εγκατέλειψε το νησί για να μετεγκατασταθεί στην Λάμψακο της Ιωνίας. Εκεί δίδαξε για μια πενταετία, δημιουργώντας τον πρώτο επικούρειο φιλοσοφικό του κύκλο. Σε μια εποχή πολιτικής και κοινωνικής αναστάτωσης (την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου διαδέχονταν τα μεγάλα βασίλεια των Αντιγονιδών, Πτολεμαίων και Σελευκιδών), ο Επίκουρος μεταφέρει στην Αθήνα το 306 π.χ. την σχολή του. Ιδρύει τον Κήπο όπως τον έλεγαν, σε μια ιδιόκτητη έκταση που αγόρασε ως Αθηναίος πολίτης. Ο Επίκουρος απεβίωσε σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών.
….
Παιδεία Επίκουρου
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος στο έργο του Βίοι Φιλοσόφων, ο Επίκουρος παρακολούθησε τους παρακάτω φιλοσόφους της εποχής του:Ναυσιφάνη
ΤΟΥΤΟΝ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ ΕΝ ΧΡΟΝΙΚΟΙΣ ΝΑΥΣΙΦΑΝΟΥΣ ΑΚΟΥΣΑΙ.
Δημοκρίτειος φιλόσοφος. Δίδαξε στη πόλη Τέω. Συνέγραψε το έργο Τρίπους που διαλαμβάνει γνωσιολογικά θέματα.
Πραξιφάνη
..ΑΚΟΥΣΑΙ ΦΗΣΙ ΚΑΙ ΠΡΑΞΙΦΑΝΟΥΣ.
Περιπατητικός φιλόσοφος, καταγόμενος από τη Μυτιλήνη, έζησε πολύ καιρό στη Ρόδο.
Πάμφιλο
ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΕ ΦΗΣΙΝ ΑΥΤΟΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΜΦΙΛΟΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΕΝ ΣΑΜΩ.
Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα. Δίδαξε στη Σάμο.
Ξενοκράτης
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΕ ΦΗΣΙΝ Ο ΜΑΓΝΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ ΑΥΤΟΝ ΑΚΟΥΣΑΙ.
Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα. Ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδημίας αμέσως μετά το θάνατο του δεύτερου σχολάρχη της, του Σπευσίππου. Ασχολήθηκε κυρίως με την φύση των Θεών και τη σχέση τους με τα ουράνια σώματα και με την πρακτική άποψη της ηθικής.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Επίκουρος από τους παλαιότερους φιλοσόφους περισσότερο εκτιμούσε τον Αναξαγόρακαι τον Αρχέλαο.
ΜΑΛΙΣΤΑ Δ’ ΑΠΑΔΕΧΕΤΟ, ΦΗΣΙ ΔΙΟΚΛΗΣ, ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ, ΚΑΙΤΟΙ ΕΝ ΤΙΣΙΝ ΑΝΤΕΙΡΗΚΩΣ ΑΥΤΩ, ΚΑΙ ΑΡΧΕΛΑΟΝ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΝ
Αναξαγόρας
Γεννήθηκε το 500π.χ. στις Κλαζομενές. Ακολούθησε τη σχολή του Αναξιμένη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 464π.χ. και συνδέθηκε στενά με τον Περικλή. Οι θέσεις του ότι ο Ήλιος είναι πύρινος λίθος και η Σελήνη σαν τη Γη εκλήφθησαν ως ασεβείς και το 434π.χ. εκδιώχθηκε με ψήφισμα από την Αθήνα. Με τη βοήθεια του Περικλή μετέβηκε στη Λάμψακο όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί οι θέσεις του είχαν τέτοια απήχηση ώστε προς τιμήν του αφιέρωσαν βωμό στο Νου ή κατ’ άλλους στην Αλήθεια.
Αρχέλαος
Έζησε το β΄ήμισυ το 5αι. π.χ. Ήταν μαθητής του Αναξαγόρα στη Λάμψακο. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν διδάσκαλος του Σωκράτη. Κύριες θέσεις του ήταν ότι κοσμοποιός είναι ο Νούς, η Γη είναι σφαιρική, ο Κόσμος φθαρτός και το Παν άπειρο.
Μέσα από τα γραπτά του βλέπουμε ότι ο Επίκουρος εκτίμησε και προέβαλε την ατομική θεωρία του Δημόκριτου και με την προσθήκη των σχετικών με την παρέκκλιση των ατόμων αλλά και άλλων στοιχείων την ολοκλήρωσε.
Δημόκριτος
Ο Δημόκριτος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης(ιωνική αποικία), γύρω στα 460 π.Χ. Κύρια θέση του ήταν ότι η ύλη αποτελείται από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα(ετυμ. = άτμητο < α στερητ. + τέμνω). Τέλος αναφέρουμε την ύπαρξη κοινών φιλοσοφικών στοιχείων του Επίκουρου με τον Αριστοτέλη στα θέματα περί φιλίας, ηδονής και ευδαιμονίας.
….
Ο πολυγραφότατος Επίκουρος – Τι ελάχιστο διασώθηκε
Στην προσπάθειά μας να γνωρίσουμε, τον Ελληνικό Πολιτισμό, διαπιστώνουμε με θλίψη το μέγεθος της εσκεμμένης καταστροφής που υπέστη. Το μεγαλύτερο μέρος από τα γραπτά φιλοσοφικά του μνημεία χάθηκε στην πυρά, ναοί κατεδαφίσθηκαν, αγάλματα λεηλατήθηκαν και οδηγήθηκαν στα ασβεστοκάμινα, μεγαλοπρεπή δημόσια κτίσματα, στάδια, θέατρα, γυμνάσια αποψιλώθηκαν και αφέθηκαν στη λησμονιά. Μαζί με τα προηγούμενα χάθηκε πλήθος τεχνολογικών επιτευγμάτων, πολιτειακών συστημάτων και παραδόσεων, που στο σύνολό τους δημιούργησαν τον Ελληνικό τρόπο ζωής. Η Επικούρεια φιλοσοφία μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών κειμένων της, ακολούθησε την τύχη του Ελληνικού Πολιτισμού και σκεπάστηκε από το σκοτάδι του μεσαίωνα. Ο Κήπος, η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Επίκουρος το 306 π.χ., έπαψε να υπάρχει μετά από αιώνες συνεχούς λειτουργίας. Όλα τα μεγάλα έργα του, όπως και των υπολοίπων επικούρειων φιλοσόφων οδηγήθηκαν στον αφανισμό. Θυμίζουμε ότι ο Επίκουρος, ήταν από τους πολυγραφότερους φιλοσόφους στην Ιστορία. Είχε συγγράψει έργα τα οποία αναπτύσσονταν σε 300 κυλίνδρους. Το επικούρειο οικοδόμημα στα πλαίσια του γνωστού ανταγωνισμού των φιλοσοφικών σχολών της αρχαιότητας, δέχθηκε αυστηρή κριτική τόσο στην φυσική όσο και στην ηθική του θεώρηση. Την εποχή εκείνη ο Επικούρειος Σοφός είχε τη δυνατότητα να αντιπαρατεθεί και να θέσει τα δικά του επιχειρήματα, να υπερασπισθεί τις απόψεις του ή και να καταφερθεί με τη σειρά του εναντίον των άλλων που του ασκούσαν κριτική. Αργότερα, στα σκοτεινά χρόνια του μεσαίωνα, συντελέστηκε τέτοιου είδους καταστροφή από τους πολέμιους του ελληνικού κόσμου, ώστε ο Κήπος να σιωπήσει και σχεδόν το σύνολο των έργων του Επίκουρου αλλά και των άλλων μεταγενέστερων Επικούρειων φιλοσόφων να εξαφανισθεί. Τους τελευταίους αιώνες ερευνητές περιέσωσαν με πολύ κόπο ότι ήταν δυνατόν από την επικούρεια γραμματεία. Αποσπάσματα από αναφορές στην επικούρεια φιλοσοφία τρίτων συγγραφέων, γραπτά στα άδυτα βιβλιοθηκών, επιγραφές χαραγμένες σε λίθους, πάπυροι θαμμένοι στις στάχτες του Βεζούβιου ήρθαν στην επιφάνεια, εκδόθηκαν και μελετήθηκαν συστηματικά, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην Αναγέννηση του Ανθρώπου. Από το έργο του Επίκουρου, σώζονται στις μέρες μας μέσω του βιογράφου Διογένη του Λαέρτιου (3αι. μ.χ.χ.), τρεις επιστολές (Προς Ηρόδοτο-Περί Φύσεως, Προς Πυθοκλή -Περί Ουρανίων Σωμάτων,Προς Μενοικέα -Περί Ηθικής) και Οι Κύριες Δόξες, τα οποία αποτελούν την επιτομή του φιλοσοφικού του συστήματος. Το 1888 ο C. WOTKE ανακάλυψε στο Βατικανό ανάμεσα στα χειρόγραφα του “Codex Vaticanus Graecus” τη συλλογή «Επίκουρου Προσφώνησις». Άλλες πηγές είναι τα αποσπάσματα που σώζονται απά τα παπυρικά κείμενα του Ερκουλάνεουμ και μέσα από έργα άλλων συγγραφέων της αρχαιότητας που αναφέρονται στον Επίκουρο, όπως π.χ. ο Κικέρων, ο Σέξτος Εμπειρικός, ο Λουκιανός, ο Πλούταρχος κ.λ.π.………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
ΠΗΓΗ: http://www.epicuros.gr/sheets/istoria.htm
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Σύντομος δικός μας σύνδεσμος: http://wp.me/pPn6Y-ftq
Πηγή: Παύλος-Ormithiella / Σχολιαστές Χωρίς Σύνορα
*
———————————————————————————————————————————-
*
ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ
Πηγή: epicuros.net
Αρχαίο κείμενο & νέα ελληνικά
(Δείτε τα και μαζί, έχει ενδιαφέρον. Μελετήστε τις λέξεις & τις έννοιες.Μόνο απόδοση στα νέα ελληνικά λίγο παρακάτω.)
1
Τὸ μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει· ὥστε οὔτε ὀργαῖς οὔτε χάρισι συνέχεται· ἐν ἀσθενεῖ γὰρ πᾶν τὸ τοιοῦτον. (ἐν ἄλλοις δέ φησι τοὺς θεοὺς λόγῳ θεωρητούς͵ οὓς μὲν κατ΄ ἀριθμὸν ὑφεστῶτας͵ οὓς δὲ κατὰ ὁμοείδειαν͵ ἐκ τῆς συνεχοῦς ἐπιρρύσεως τῶν ὁμοίων εἰδώλων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀποτετελεσμένων͵ ἀνθρωποειδεῖς.)
Τὸ μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει· ὥστε οὔτε ὀργαῖς οὔτε χάρισι συνέχεται· ἐν ἀσθενεῖ γὰρ πᾶν τὸ τοιοῦτον. (ἐν ἄλλοις δέ φησι τοὺς θεοὺς λόγῳ θεωρητούς͵ οὓς μὲν κατ΄ ἀριθμὸν ὑφεστῶτας͵ οὓς δὲ κατὰ ὁμοείδειαν͵ ἐκ τῆς συνεχοῦς ἐπιρρύσεως τῶν ὁμοίων εἰδώλων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀποτετελεσμένων͵ ἀνθρωποειδεῖς.)
1
Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.
.Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.
2
Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ͵ τὸ δ΄ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.
2
Ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας. Γιατί αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, και ό,τι δεν αισθάνεται είναι ένα τίποτα για μας.
.
3
Ὅρος τοῦ μεγέθους τῶν ἡδονῶν ἡ παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις. ὅπου δ΄ ἂν τὸ ἡδόμενον ἐνῇ͵ καθ΄ ὃν ἂν χρόνον ᾖ͵ οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον.
3
Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου υπάρχει η ηδονή και για όσο χρόνο διαρκεί, δεν υπάρχει πόνος στο σώμα ή λύπη στην ψυχή, ή και τα δυο μαζί.
.
4
Οὐ χρονίζει τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί͵ ἀλλὰ τὸ μὲν ἄκρον τὸν ἐλάχιστον χρόνον πάρεστι͵ τὸ δὲ μόνον ὑπερτεῖνον τὸ ἡδόμενον κατὰ σάρκα οὐ πολλὰς ἡμέρας συμβαίνει· αἱ δὲ πολυχρόνιοι τῶν ἀρρωστιῶν πλεονάζον ἔχουσι τὸ ἡδόμενον ἐν τῇ σαρκὶ ἤπερ τὸ ἀλγοῦν.
4
Δεν παρατείνεται συνέχεια η διάρκεια του σωματικού πόνου, αλλά αντίθετα, ακόμα και ο πιο δυνατός πόνος κρατάει ελάχιστο χρόνο, ενώ ο πόνος που καλύπτει την ηδονή της σάρκας δε διαρκεί πολλές μέρες. Και στις μακροχρόνιες αρρώστιες την υπεροχή στο σώμα έχει η ηδονή παρά ο πόνος.
.
5
Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως· ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει͵ οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν.
5
Δεν είναι δυνατόν να ζεις ευχάριστα χωρίς σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη, ούτε μπορείς να ζεις με σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη χωρίς να ζεις ευχάριστα. Σε όποιον δε συμβαίνει αυτό, δε γίνεται να ζει ευτυχισμένα.
.
6
Ἕνεκα τοῦ θαρρεῖν ἐξ ἀνθρώπων ἦν κατὰ φύσιν ἀρχῆς καὶ βασιλείας ἀγαθόν͵ ἐξ ὧν ἄν ποτε τοῦτο οἷός τ΄ ᾖ παρασκευάζεσθαι.
6
Για να μη φοβάται κανείς τους ανθρώπους, μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε φυσικό αγαθό, όπως η εξουσία και η βασιλεία, που είναι πιθανό να του προσφέρουν την ασφάλεια που χρειάζεται.
.
7
Ἔνδοξοι καὶ περίβλεπτοί τινες ἐβουλήθησαν γενέσθαι͵ τὴν ἐξ ἀνθρώπων ἀσφάλειαν οὕτω νομίζοντες περιποιήσεσθαι ὥστε͵ εἰ μὲν ἀσφαλὴς ὁ τῶν τοιούτων βίος͵ ἀπέλαβον τὸ τῆς φύσεως ἀγαθόν· εἰ δὲ μὴ ἀσφαλής͵ οὐκ ἔχουσιν οὗ ἕνεκα ἐξ ἀρχῆς κατὰ τὸ τῆς φύσεως οἰκεῖον ὠρέχθησαν.
7
Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της φύσης- αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την αρχή επιθύμησαν.
.
8
Οὐδεμία ἡδονὴ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν.
8
Καμία ηδονή, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό. Για ορισμένες, όμως, ηδονές απαιτούνται πράγματα που φέρνουν πολλαπλάσιες ενοχλήσεις από τις ηδονές.
.
9
Εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονὴ τόπῳ καὶ χρόνῳ καὶ περὶ ὅλον τὸ ἄθροισμα ὑπῆρχεν ἢ τὰ κυριώτατα μέρη τῆς φύσεως͵ οὐκ ἄν ποτε διέφερον ἀλλήλων αἱ ἡδοναί.
9
Αν κάθε ηδονή συμπυκνωνόταν σε έκταση και διάρκεια, και τη βίωνε το σώμα μας στο σύνολό του ή τα κυριότερα μέρη της φύσης μας, τότε οι ηδονές δε θα διέφεραν ποτέ μεταξύ τους.
.
10
Εἰ τὰ ποιητικὰ τῶν περὶ τοὺς ἀσώτους ἡδονῶν ἔλυε τοὺς φόβους τῆς διανοίας τούς τε περὶ μετεώρων καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων͵ ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν (καὶ τῶν ἀλγηδόνων) ἐδίδασκεν͵ οὐκ ἄν ποτε εἴχομεν ὅ τι μεμψαίμεθα αὐτοῖς πανταχόθεν ἐκπληρουμένοις τῶν ἡδονῶν καὶ οὐδαμόθεν οὔτε τὸ ἀλγοῦν οὔτε τὸ λυπούμενον ἔχουσιν͵ ὅπερ ἐστὶ τὸ κακόν.
10
Αν αυτά που συνιστούν τις ηδονές των ασώτων διέλυαν τους φόβους του νου γύρω από τα ουράνια φαινόμενα, το θάνατο και τους πόνους, και δίδασκαν επιπλέον και το όριο στις επιθυμίες, δε θα είχαμε ποτέ κάτι για να κατηγορήσουμε τους ασώτους, γιατί με κάθε τρόπο θα ήταν πλήρεις ηδονών και από πουθενά δε θα εισέπρατταν ούτε πόνο ούτε λύπη, αυτά δηλαδή ακριβώς που συνιστούν το κακό.
.
11
Εἰ μηθὲν ἡμᾶς αἱ τῶν μετεώρων ὑποψίαι ἠνώχλουν καὶ αἱ περὶ θανάτου͵ μήποτε πρὸς ἡμᾶς ᾖ τι͵ ἔτι τε τὸ μὴ κατανοεῖν τοὺς ὅρους τῶν ἀλγηδόνων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν͵ οὐκ ἂν προσεδεόμεθα φυσιολογίας.
11
Εάν δε μας ενοχλούσαν οι υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και το θάνατο, ότι δηλαδή αυτά μπορεί να σημαίνουν κάτι για μας, και εάν επιπλέον δεν αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, τότε δε θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη της φύσης.
.
12
Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων μὴ κατειδότα τίς ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις͵ ἀλλ΄ ὑποπτεύοντά τι τῶν κατὰ τοὺς μύθους· ὥστε οὐκ ἦν ἄνευ φυσιολογίας ἀκεραίους τὰς ἡδονὰς ἀπολαμβάνειν.
12
Δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί κανείς από τους φόβους για τα πιο σημαντικά θέματα, εάν δε γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος, και ταράζεται μ’ αυτά που λένε οι μύθοι. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές χωρίς τη μελέτη της φύσης.
.
13
Οὐθὲν ὄφελος ἦν τὴν κατὰ ἀνθρώπους ἀσφάλειαν παρασκευάζεσθαι τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων καὶ τῶν ὑπὸ γῆς καὶ ἁπλῶς τῶν ἐν τῷ ἀπείρῳ.
13
Κανένα όφελος δεν αποκομίζει κανείς φροντίζοντας για την προστασία του από τους ανθρώπους, ενώ παραμένουν στην ψυχή του η ταραχή για όσα συμβαίνουν στον ουρανό και κάτω από τη γη και, γενικά, στο άπειρο.
.
14
Τῆς ἀσφαλείας τῆς ἐξ ἀνθρώπων γενομένης μέχρι τινὸς δυνάμει τε ἐξερειστικῇ καὶ εὐπορίᾳ͵ εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ἐκ τῆς ἡσυχίας καὶ ἐκχωρήσεως τῶν πολλῶν ἀσφάλεια.
14
Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος.
.
15
Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν͵ ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει.
15
Ο φυσικός πλούτος, και καθορισμένος είναι, και εύκολα αποκτάται, ενώ ο πλούτος που πηγάζει από τη ματαιοδοξία δε γνωρίζει όρια.
.
16
Βραχέα σοφῷ τύχη παρεμπίπτει͵ τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα ὁ λογισμὸς διῴκηκε καὶ κατὰ τὸν συνεχῆ χρόνον τοῦ βίου διοικεῖ καὶ διοικήσει.
16
Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφό- τα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
.
17
Ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος͵ ὁ δ΄ ἄδικος πλείστης ταραχῆς γέμων.
17
Ο δίκαιος είναι απόλυτα ατάραχος, ενώ ο άδικος γεμάτος ταραχή.
.
18
Οὐκ ἀπαύξεται ἐν τῇ σαρκὶ ἡ ἡδονή͵ ἐπειδὰν ἅπαξ τὸ κατ΄ ἔνδειαν ἀλγοῦν ἐξαιρεθῇ͵ ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται. τῆς δὲ διανοίας τὸ πέρας τὸ κατὰ τὴν ἡδονὴν ἀπεγέννησεν ἥ τε τούτων αὐτῶν ἐκλόγισις καὶ τῶν ὁμογενῶν τούτοις͵ ὅσα τοὺς μεγίστους φόβους παρεσκεύαζε τῇ διανοίᾳ.
18
Δε μεγαλώνει η ηδονή στη σάρκα μόλις απομακρυνθεί ο πόνος της στέρησης, απλώς διαφοροποιείται.
.
19
Ὁ ἄπειρος χρόνος ἴσην ἔχει τὴν ἡδονὴν καὶ ὁ πεπερασμένος͵ ἐάν τις αὐτῆς τὰ πέρατα καταμετρήσῃ τῷ λογισμῷ.
19
Ο άπειρος και ο περιορισμένος χρόνος ενέχουν ίση ηδονή, αν μετρήσει κανείς τα όρια της ηδονής με βάση τη λογική.
.
20
Ἡ μὲν σὰρξ ἀπέλαβε τὰ πέρατα τῆς ἡδονῆς ἄπειρα καὶ ἄπειρος αὐτὴν χρόνος παρεσκεύασεν· ἡ δὲ διάνοια τοῦ τῆς σαρκὸς τέλους καὶ πέρατος λαβοῦσα τὸν ἐπιλογισμὸν καὶ τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους ἐκλύσασα τὸν παντελῆ βίον παρεσκεύασε͵ καὶ οὐθὲν ἔτι τοῦ ἀπείρου χρόνου προσεδεήθη· ἀλλ΄ οὔτε ἔφυγε τὴν ἡδονὴν οὐδ΄ ἡνίκα τὴν ἐξαγωγὴν ἐκ τοῦ ζῆν τὰ πράγματα παρεσκεύαζεν͵ ὡς ἐλλείπουσά τι τοῦ ἀρίστου βίου κατέστρεψεν.
20
Για τη σάρκα δεν υπάρχουν όρια στην ηδονή, κι έτσι είναι άπειρος ο χρόνος που χρειάζεται για να την απολαύσει κανείς. Ο νους, όμως, που κατανόησε με τη λογική το σκοπό και τα όρια του σώματος, και διέλυσε τους φόβους σχετικά με την αιωνιότητα, έχει προετοιμάσει την τέλεια ζωή, και καμιά ανάγκη δεν έχει πλέον τον άπειρο χρόνο. Και ούτε αποφεύγει την ηδονή, ούτε, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τη ζωή, κάνει σαν να του έλειψε κάτι από τον άριστο βίο.
.
21
Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ (τὸ) ἀλγοῦν κατ΄ ἔνδειαν ἐξαιροῦν καὶ τὸ τὸν ὅλον βίον παντελῆ καθιστάν· ὥστε οὐδὲν προσδεῖται πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων.
21
Όποιος έχει κατανοήσει τα όρια της ζωής, γνωρίζει ότι εύκολα μπορεί να αποκτήσει αυτό που απομακρύνει τον πόνο της στέρησης και κάνει όλη τη ζωή τέλεια. Έτσι, δε χρειάζεται πράγματα που αποκτώνται με αγώνες.
.
22
Τὸ ὑφεστηκὸς δεῖ τέλος ἐπιλογίζεσθαι καὶ πᾶσαν τὴν ἐνάργειαν͵ ἐφ΄ ἣν τὰ δοξαζόμενα ἀνάγομεν· εἰ δὲ μὴ πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς ἔσται μεστά.
22
Είναι ανάγκη να αναλογιζόμαστε το σκοπό της ζωής και όλη τη φανερή πραγματικότητα πάνω στην οποία στηρίζουμε τα όσα πιστεύουμε. Αλλιώς, τα πάντα θα είναι γεμάτα από σύγχυση και ταραχή.
.
23
Εἰ μαχῇ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν͵ οὐχ ἕξεις οὐδ΄ ἃς ἂν φῇς αὐτῶν διεψεῦσθαι πρὸς τί ποιούμενος τὴν ἀγωγὴν κρίνῃς.
23
Εάν αντιτίθεσαι σε όλα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, δε θα έχεις τίποτε πλέον πάνω στο οποίο να μπορείς να στηριχθείς για να κρίνεις, ούτε καν αυτά που θεωρείς ότι δεν είναι αληθινά.
.
24
Εἰ τιν΄ ἐκβαλεῖς ἁπλῶς αἴσθησιν καὶ μὴ διαιρήσεις τὸ δοξαζόμενον καὶ τὸ προσμένον καὶ τὸ παρὸν ἤδη κατὰ τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ πάθη καὶ πᾶσαν φανταστικὴν ἐπιβολὴν τῆς διανοίας͵ συνταράξεις καὶ τὰς λοιπὰς αἰσθήσεις τῇ ματαίῳ δόξῃ͵ ὥστε τὸ κριτήριον ἅπαν ἐκβαλεῖς· εἰ δὲ βεβαιώσεις καὶ τὸ
προσμένον ἅπαν ἐν ταῖς δοξαστικαῖς ἐννοίαις καὶ τὸ μὴ τὴν ἐπιμαρτύρησιν (ἔχον)͵ οὐκ ἐκλείψεις τὸ διεψευσμένον͵ ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν κατὰ πᾶσαν κρίσιν τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς.
24
Αν απορρίψεις τελείως κάτι που γίνεται αντιληπτό με κάποια από τις αισθήσεις και δε διαχωρίσεις τη γνώμη που περιμένει επιβεβαίωση, από αυτό που έχει γίνει ήδη αντιληπτό με την αίσθηση, τα συναισθήματα και με κάθε άλλη παράσταση του νου, θα προκαλέσεις με την ανεπιβεβαίωτη γνώμη σου σύγχυση και στα άλλα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, κι έτσι δε θα έχεις πλέον κανένα κριτήριο. Αν πάλι, έχοντας εμπιστοσύνη στις υποκειμενικές σου απόψεις, θεωρήσεις ότι είναι βέβαιο, και αυτό που περιμένει επιβεβαίωση, και αυτό που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, δε θα αποφύγεις το λάθος, αφού θα αμφιβάλλεις πάντα για κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι δεν είναι.
.
25
Εἰ μὴ παρὰ πάντα καιρὸν ἐπανοίσεις ἕκαστον τῶν πραττομένων ἐπὶ τὸ τέλος τῆς φύσεως͵ ἀλλὰ προκαταστρέψεις εἴτε φυγὴν εἴτε δίωξιν ποιούμενος εἰς ἄλλο τι͵ οὐκ ἔσονταί σοι τοῖς λόγοις αἱ πράξεις ἀκόλουθοι.
25
Αν καθετί που κάνεις δεν το εναρμονίζεις πάντα με το σκοπό της φύσης, αλλά έχεις ως γνώμονα κάποιο άλλο κριτήριο σε ό,τι αποφεύγεις ή σε ό,τι επιδιώκεις, τότε οι πράξεις σου δε θα συμφωνούν με όσα υποστηρίζεις.
.
26
Τῶν ἐπιθυμιῶν ὅσαι μὴ ἐπ΄ ἀλγοῦν ἐπανάγουσιν ἐὰν μὴ συμπληρωθῶσιν͵ οὐκ εἰσὶν ἀναγκαῖαι͵ ἀλλ΄ εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν͵ ὅταν δυσπορίστων ἢ βλάβης ἀπεργαστικαὶ δόξωσιν εἶναι.
26
Όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, δεν είναι αναγκαίες και απομακρύνονται εύκολα, όταν δούμε ότι ικανοποιούνται δύσκολα ή ότι μας βλάπτουν.
.
27
Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις.
27
Από αυτά με τα οποία η σοφία προετοιμάζει την ευτυχία για ολόκληρη τη ζωή, εκείνο που είναι πολύ πιο σημαντικό είναι η εξασφάλιση της φιλίας.
.
28
Ἡ αὐτὴ (γνώμη) θαρρεῖν τε ἐποίησεν ὑπὲρ τοῦ μηθὲν αἰώνιον εἶναι δεινὸν μηδὲ πολυχρόνιον καὶ τὴν ἐν αὐτοῖς τοῖς ὡρισμένοις ἀσφάλειαν φιλίας μάλιστα κατεῖδε συντελουμένην.
28
Το ίδιο σκεπτικό που μας έκανε να έχουμε εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι τα δεινά δεν είναι αιώνια, αλλά ούτε και διαρκούν για πολύ, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στον περιορισμένο χρόνο της ζωής μας, η ασφάλειά μας κατοχυρώνεται κυρίως με τη φιλία.
.
29
Τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ καὶ (ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ φυσικαὶ καὶ) οὐκ ἀναγκαῖαι͵ αἱ δὲ οὔτε φυσικαὶ οὔτε ἀναγκαῖαι͵ ἀλλὰ παρὰ κενὴν δόξαν γινόμεναι. (φυσικὰς καὶ ἀναγκαίας ἡγεῖται ὁ Ἐπίκουρος τὰς ἀλγηδόνος ἀπολυούσας͵ ὡς ποτὸν ἐπὶ δίψους· φυσικὰς δὲ οὐκ ἀναγκαίας δὲ τὰς ποικιλλούσας μόνον τὴν ἡδονὴν͵ μὴ ὑπεξαιρουμένας δὲ τὸν ἄλγημα͵ ὡς πολυτελῆ σιτία· οὔτε δὲ φυσικὰς οὔτε ἀναγκαίας͵ ὡς στεφάνους καὶ ἀνδριάντων ἀναθέσεις).
29
Από τις επιθυμίες, ορισμένες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες είναι φυσικές και όχι αναγκαίες, και άλλες δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά γεννιούνται από ματαιοδοξία.
.
30
Ἐν αἷς τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν μὴ ἐπ΄ ἀλγοῦν δὲ ἐπαναγουσῶν ἐὰν μὴ συντελεσθῶσιν͵ ὑπάρχει ἡ σπουδὴ σύντονος͵ παρὰ κενὴν δόξαν αὗται γίνονται͵ καὶ οὐ παρὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν οὐ διαχέονται ἀλλὰ παρὰ τὴν τοῦ ἀνθρώπου κενοδοξίαν.
30
Οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίησή τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.
.
31
Τὸ τῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι.
31
Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο.
.
32
Ὅσα τῶν ζῴων μὴ ἐδύνατο συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα μηδὲ βλάπτεσθαι͵ πρὸς ταῦτα οὐθὲν ἦν δίκαιον οὐδὲ ἄδικον· ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν ἐθνῶν ὅσα μὴ ἐδύνατο ἢ μὴ ἐβούλετο τὰς συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι.
32
Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει γι’ αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους.
.
33
Οὐκ ἦν τι καθ΄ ἑαυτὸ δικαιοσύνη͵ ἀλλ΄ ἐν ταῖς μετ΄ ἀλλήλων συστροφαῖς καθ΄ ὁπηλίκους δήποτε ἀεὶ τόπους συνθήκη τις ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι.
33
Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία — κατά τόπους και περιόδους — συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.
.
34
Ἡ ἀδικία οὐ καθ΄ ἑαυτὴν κακόν͵ ἀλλ΄ ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ͵ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐφεστηκότας κολαστάς.
34
Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις άδικες πράξεις.
.
35
Οὐκ ἔστι τὸν λάθρα τι ποιοῦντα ὧν συ νέθεντο πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι πιστεύειν ὅτι λήσει͵ κἂν μυριάκις ἐπὶ τοῦ παρόντος λανθάνῃ· μέχρι γὰρ καταστροφῆς ἄδηλον εἰ καὶ λήσει.
35
Όποιος παραβιάζει στα κρυφά κάτι από αυτά που έχουν συμφωνήσει οι άνθρωποι για να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεφύγει οριστικά, έστω κι αν προς το παρόν παραμένει απόλυτα απαρατήρητος. Γιατί δεν είναι βέβαιο ότι θα διαφεύγει μέχρι να πεθάνει.
.
36
Κατὰ μὲν (τὸ) κοινὸν πᾶσι τὸ δίκαιον τὸ αὐτό· συμφέρον γάρ τι ἦν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους κοινωνίᾳ· κατὰ δὲ τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δήποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι.
36
Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους.
.
37
Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι δικαίων ἔχειν τοῦ δικαίου χώραν (δ)εῖ͵ ἐάν τε τὸ αὐτὸ πᾶσι γένηται ἐάν τε μὴ τὸ αὐτό· ἐὰν δὲ (νόμον) μόνον θῆταί τις͵ μὴ ἀποβαίνῃ δὲ κατὰ τὸ συμφέρον τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας͵ οὐκέτι τοῦτο τὴν τοῦ δικαίου φύσιν ἔχει· κἂν μεταπίπτῃ τὸ κατὰ τὸ δίκαιον συμφέρον͵ χρόνον δέ τινα εἰς τὴν πρόληψιν ἐναρμόττῃ͵ οὐδὲν ἧττον ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἦν δίκαιον τοῖς μὴ φωναῖς κεναῖς ἑαυτοὺς συνταράττουσιν ἀλλ΄ εἰς τὰ πράγματα βλέπουσιν.
37
Από αυτά που έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι. Εάν, όμως, κάποιος απλά και μόνο θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, τότε ο νόμος αυτός δεν έχει πλέον τη φύση του δικαίου. Κι αν το όφελος που πηγάζει από το δίκαιο μεταβάλλεται, το δίκαιο όμως για μία χρονική περίοδο είναι εναρμονισμένο με την περί δικαίου αντίληψη, σ’ αυτή την περίοδο υπάρχει δικαιοσύνη για όσους δεν πέφτουν σε σύγχυση από τα κούφια λόγια, αλλά δίνουν σημασία στην πραγματικότητα.
.
38
Ἔνθα μὴ καινῶν γενομένων τῶν περιεστώτων πραγμάτων ἀνεφάνη μὴ ἁρμόττοντα εἰς τὴν πρόληψιν τὰ νομισθέντα δίκαια ἐπ΄ αὐτῶν τῶν ἔργων͵ οὐκ ἦν ταῦτα δίκαια· ἔνθα δὲ καινῶν γενομένων τῶν πραγμάτων οὐκέτι συνέφερε τὰ αὐτὰ δίκαια κείμενα͵ ἐνταῦθα δὴ τότε μὲν ἦν δίκαια ὅτε συνέφερεν εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν τῶν συμπολιτευομένων͵ ὕστερον δ΄οὐκ ἦν ἔτι δίκαια ὅτε μὴ συνέφερεν.
38
Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια. Όπου όμως, με νέες συνθήκες, οι ίδιες διατάξεις δεν ήταν πια χρήσιμες, τότε ήταν δίκαιες όταν ωφελούσαν τις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, ενώ στη συνέχεια, όταν δεν τις ωφελούσαν, δεν ήταν πια δίκαιες.
.
39
Ὁ (τὰ ἑαυτοῦ πρὸς) τὸ μὴ θαρροῦν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν ἄριστα συστησάμενος͵ οὗτος τὰ μὲν δυνατὰ ὁμόφυλα κατε σκευάσατο͵ τὰ δὲ μὴ δυνατὰ οὐκ ἀλλόφυλά γε· ὅσα δὲ μηδὲ τοῦτο δυνατὸς ἦν͵ ἀνεπίμεικτος ἐγένετο καὶ ἐξηρείσατο ὅσα πρὸς τοῦτ΄ ἐλυσιτέλει πράττειν.
39
Όποιος έχει φροντίσει στην εντέλεια για την ασφάλειά του από εξωτερικές απειλές, αυτός, όσα μπορούσε τα έκανε να πρόσκεινται φιλικά απέναντι του, και αυτά που δεν μπορούσε, τουλάχιστον τα έκανε να μην είναι εχθρικά. Και με όσα πράγματα ούτε αυτό ήταν δυνατόν, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους και, με αυτό τον τρόπο, απομάκρυνε όλα αυτά που ήταν προτιμότερο να διώξει από κοντά του.
.
40
Ὅσοι τὴν δύναμιν ἔσχον τοῦ τὸ θαρρεῖν μάλιστα ἐκ τῶν ὁμορρούντων παρασκευάσασθαι͵ οὗτοι καὶ ἐβίωσαν μετ΄ ἀλλήλων ἥδιστα τὸ βεβαιότατον πίστωμα ἔχοντες͵ καὶ πληρεστάτην οἰκειότητα ἀπολαβόντες οὐκ ὠδύραντο ὡς πρὸς ἔλεον τὴν τοῦ τελευτήσαντος προκαταστροφήν.
40
Όσοι κατόρθωσαν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω τους, έζη- σαν πολύ ευχάριστα μεταξύ τους και με την πιο σίγουρη εγγύηση, και έχοντας απολαύσει την πληρέστερη συντροφικότητα, δε θρηνούν, σαν να τον λυπούνται, αυτόν που έφυγε από τη ζωή πριν από τους ίδιους.
Διογένης Λαέρτιος Χ 139 – 154
Πηγή: epicuros.net*
*
Απόδοση στα νέα ελληνικά
1
Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.
2Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.
Ο θάνατος είναι ένα τίποτα για μας. Γιατί αυτό που έχει αποσυντεθεί δεν αισθάνεται, και ό,τι δεν αισθάνεται είναι ένα τίποτα για μας.
3
Όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου υπάρχει η ηδονή και για όσο χρόνο διαρκεί, δεν υπάρχει πόνος στο σώμα ή λύπη στην ψυχή, ή και τα δυο μαζί.
4
Δεν παρατείνεται συνέχεια η διάρκεια του σωματικού πόνου, αλλά αντίθετα, ακόμα και ο πιο δυνατός πόνος κρατάει ελάχιστο χρόνο, ενώ ο πόνος που καλύπτει την ηδονή της σάρκας δε διαρκεί πολλές μέρες. Και στις μακροχρόνιες αρρώστιες την υπεροχή στο σώμα έχει η ηδονή παρά ο πόνος.
5
Δεν είναι δυνατόν να ζεις ευχάριστα χωρίς σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη, ούτε μπορείς να ζεις με σύνεση, ομορφιά και δικαιοσύνη χωρίς να ζεις ευχάριστα. Σε όποιον δε συμβαίνει αυτό, δε γίνεται να ζει ευτυχισμένα.
6
Για να μη φοβάται κανείς τους ανθρώπους, μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε φυσικό αγαθό, όπως η εξουσία και η βασιλεία, που είναι πιθανό να του προσφέρουν την ασφάλεια που χρειάζεται.
7
Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της φύσης- αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την αρχή επιθύμησαν.
8
Καμία ηδονή, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό. Για ορισμένες, όμως, ηδονές απαιτούνται πράγματα που φέρνουν πολλαπλάσιες ενοχλήσεις από τις ηδονές.
9
Αν κάθε ηδονή συμπυκνωνόταν σε έκταση και διάρκεια, και τη βίωνε το σώμα μας στο σύνολό του ή τα κυριότερα μέρη της φύσης μας, τότε οι ηδονές δε θα διέφεραν ποτέ μεταξύ τους.
10
Αν αυτά που συνιστούν τις ηδονές των ασώτων διέλυαν τους φόβους του νου γύρω από τα ουράνια φαινόμενα, το θάνατο και τους πόνους, και δίδασκαν επιπλέον και το όριο στις επιθυμίες, δε θα είχαμε ποτέ κάτι για να κατηγορήσουμε τους ασώτους, γιατί με κάθε τρόπο θα ήταν πλήρεις ηδονών και από πουθενά δε θα εισέπρατταν ούτε πόνο ούτε λύπη, αυτά δηλαδή ακριβώς που συνιστούν το κακό.
11
Εάν δε μας ενοχλούσαν οι υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και το θάνατο, ότι δηλαδή αυτά μπορεί να σημαίνουν κάτι για μας, και εάν επιπλέον δεν αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, τότε δε θα είχαμε ανάγκη την επιστήμη της φύσης.
12
Δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί κανείς από τους φόβους για τα πιο σημαντικά θέματα, εάν δε γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος, και ταράζεται μ’ αυτά που λένε οι μύθοι. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες τις ηδονές χωρίς τη μελέτη της φύσης.
13
Κανένα όφελος δεν αποκομίζει κανείς φροντίζοντας για την προστασία του από τους ανθρώπους, ενώ παραμένουν στην ψυχή του η ταραχή για όσα συμβαίνουν στον ουρανό και κάτω από τη γη και, γενικά, στο άπειρο.
14
Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος.
15
Ο φυσικός πλούτος, και καθορισμένος είναι, και εύκολα αποκτάται, ενώ ο πλούτος που πηγάζει από τη ματαιοδοξία δε γνωρίζει όρια.
16
Σε λίγα μόνο πράγματα επηρεάζει η τύχη τον σοφό- τα μεγαλύτερα και τα πλέον σημαντικά θέματα τα ορίζει η λογική του, και θα τα ορίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
17
Ο δίκαιος είναι απόλυτα ατάραχος, ενώ ο άδικος γεμάτος ταραχή.
18
Δε μεγαλώνει η ηδονή στη σάρκα μόλις απομακρυνθεί ο πόνος της στέρησης, απλώς διαφοροποιείται.
19
Ο άπειρος και ο περιορισμένος χρόνος ενέχουν ίση ηδονή, αν μετρήσει κανείς τα όρια της ηδονής με βάση τη λογική.
20
Για τη σάρκα δεν υπάρχουν όρια στην ηδονή, κι έτσι είναι άπειρος ο χρόνος που χρειάζεται για να την απολαύσει κανείς. Ο νους, όμως, που κατανόησε με τη λογική το σκοπό και τα όρια του σώματος, και διέλυσε τους φόβους σχετικά με την αιωνιότητα, έχει προετοιμάσει την τέλεια ζωή, και καμιά ανάγκη δεν έχει πλέον τον άπειρο χρόνο. Και ούτε αποφεύγει την ηδονή, ούτε, όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψει τη ζωή, κάνει σαν να του έλειψε κάτι από τον άριστο βίο.
21
Όποιος έχει κατανοήσει τα όρια της ζωής, γνωρίζει ότι εύκολα μπορεί να αποκτήσει αυτό που απομακρύνει τον πόνο της στέρησης και κάνει όλη τη ζωή τέλεια. Έτσι, δε χρειάζεται πράγματα που αποκτώνται με αγώνες.
22
Είναι ανάγκη να αναλογιζόμαστε το σκοπό της ζωής και όλη τη φανερή πραγματικότητα πάνω στην οποία στηρίζουμε τα όσα πιστεύουμε. Αλλιώς, τα πάντα θα είναι γεμάτα από σύγχυση και ταραχή.
23
Εάν αντιτίθεσαι σε όλα όσα γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, δε θα έχεις τίποτε πλέον πάνω στο οποίο να μπορείς να στηριχθείς για να κρίνεις, ούτε καν αυτά που θεωρείς ότι δεν είναι αληθινά.
24
Αν απορρίψεις τελείως κάτι που γίνεται αντιληπτό με κάποια από τις αισθήσεις και δε διαχωρίσεις τη γνώμη που περιμένει επιβεβαίωση, από αυτό που έχει γίνει ήδη αντιληπτό με την αίσθηση, τα συναισθήματα και με κάθε άλλη παράσταση του νου, θα προκαλέσεις με την ανεπιβεβαίωτη γνώμη σου σύγχυση και στα άλλα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, κι έτσι δε θα έχεις πλέον κανένα κριτήριο. Αν πάλι, έχοντας εμπιστοσύνη στις υποκειμενικές σου απόψεις, θεωρήσεις ότι είναι βέβαιο, και αυτό που περιμένει επιβεβαίωση, και αυτό που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, δε θα αποφύγεις το λάθος, αφού θα αμφιβάλλεις πάντα για κάθε κρίση σου σχετικά με το τι είναι σωστό και τι δεν είναι.
25
Αν καθετί που κάνεις δεν το εναρμονίζεις πάντα με το σκοπό της φύσης, αλλά έχεις ως γνώμονα κάποιο άλλο κριτήριο σε ό,τι αποφεύγεις ή σε ό,τι επιδιώκεις, τότε οι πράξεις σου δε θα συμφωνούν με όσα υποστηρίζεις.
26
Όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, δεν είναι αναγκαίες και απομακρύνονται εύκολα, όταν δούμε ότι ικανοποιούνται δύσκολα ή ότι μας βλάπτουν.
27
Από αυτά με τα οποία η σοφία προετοιμάζει την ευτυχία για ολόκληρη τη ζωή, εκείνο που είναι πολύ πιο σημαντικό είναι η εξασφάλιση της φιλίας.
28
Το ίδιο σκεπτικό που μας έκανε να έχουμε εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι τα δεινά δεν είναι αιώνια, αλλά ούτε και διαρκούν για πολύ, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στον περιορισμένο χρόνο της ζωής μας, η ασφάλειά μας κατοχυρώνεται κυρίως με τη φιλία.
29
Από τις επιθυμίες, ορισμένες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες είναι φυσικές και όχι αναγκαίες, και άλλες δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά γεννιούνται από ματαιοδοξία.
30
Οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίησή τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.
31
Το φυσικό δίκαιο αποτελεί συμφωνία που έχει να κάνει με το συμφέρον των ανθρώπων, ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο.
32
Όσες από τις ζωντανές υπάρξεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνίες ώστε να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν υπάρχει γι’ αυτές ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους λαούς που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να συνάψουν συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες δε θα βλάπτονται μεταξύ τους.
33
Η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι που καθαυτό υπάρχει, αλλά το νόημά της είναι μία — κατά τόπους και περιόδους — συμφωνία που ορίζει να μη βλάπτονται οι άνθρωποι στις μεταξύ τους σχέσεις.
34
Η αδικία, αυτή καθεαυτή, δεν είναι κάτι το κακό, αλλά μεταβάλλεται σε κακό επειδή προκαλεί φόβο στον άνθρωπο που αδικεί, μήπως και δεν μπορέσει να ξεφύγει από αυτούς που έχουν αναλάβει να τιμωρούν τις άδικες πράξεις.
35
Όποιος παραβιάζει στα κρυφά κάτι από αυτά που έχουν συμφωνήσει οι άνθρωποι για να μη βλάπτει ο ένας τον άλλο, δεν μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεφύγει οριστικά, έστω κι αν προς το παρόν παραμένει απόλυτα απαρατήρητος. Γιατί δεν είναι βέβαιο ότι θα διαφεύγει μέχρι να πεθάνει.
36
Από γενική άποψη, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, γιατί είναι κάτι που ωφελεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, κάθε χώρας και οι εκάστοτε συνθήκες έχουν σαν επακόλουθο να μην είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους.
37
Από αυτά που έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, πραγματικά δίκαιο είναι μόνον αυτό που έχει επιβεβαιωθεί ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπινων σχέσεων, είτε είναι το ίδιο για όλους είτε όχι. Εάν, όμως, κάποιος απλά και μόνο θεσπίσει ένα νόμο που δεν αποβαίνει προς όφελος των ανθρώπινων σχέσεων, τότε ο νόμος αυτός δεν έχει πλέον τη φύση του δικαίου. Κι αν το όφελος που πηγάζει από το δίκαιο μεταβάλλεται, το δίκαιο όμως για μία χρονική περίοδο είναι εναρμονισμένο με την περί δικαίου αντίληψη, σ’ αυτή την περίοδο υπάρχει δικαιοσύνη για όσους δεν πέφτουν σε σύγχυση από τα κούφια λόγια, αλλά δίνουν σημασία στην πραγματικότητα.
38
Όπου, χωρίς να έχουν αλλάξει οι συνθήκες, φάνηκε στην πράξη ότι, όσα έχουν θεωρηθεί από το νόμο δίκαια, δεν είναι εναρμονισμένα με την περί δικαίου αντίληψη, τότε αυτά δεν είναι δίκαια. Όπου όμως, με νέες συνθήκες, οι ίδιες διατάξεις δεν ήταν πια χρήσιμες, τότε ήταν δίκαιες όταν ωφελούσαν τις μεταξύ των πολιτών σχέσεις, ενώ στη συνέχεια, όταν δεν τις ωφελούσαν, δεν ήταν πια δίκαιες.
39
Όποιος έχει φροντίσει στην εντέλεια για την ασφάλειά του από εξωτερικές απειλές, αυτός, όσα μπορούσε τα έκανε να πρόσκεινται φιλικά απέναντι του, και αυτά που δεν μπορούσε, τουλάχιστον τα έκανε να μην είναι εχθρικά. Και με όσα πράγματα ούτε αυτό ήταν δυνατόν, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους και, με αυτό τον τρόπο, απομάκρυνε όλα αυτά που ήταν προτιμότερο να διώξει από κοντά του.
40
Όσοι κατόρθωσαν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω τους, έζη- σαν πολύ ευχάριστα μεταξύ τους και με την πιο σίγουρη εγγύηση, και έχοντας απολαύσει την πληρέστερη συντροφικότητα, δε θρηνούν, σαν να τον λυπούνται, αυτόν που έφυγε από τη ζωή πριν από τους ίδιους.
Από το βιβλίο του Χάρη Λύτα ”Λάθε βιώσας” των εκδόσεων Κέδρος
Πηγή: epicuros.net
*
*
ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Εκδότης: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Παρουσίαση
Η φιλοσοφία σήμερα, έχοντας διατρέξει πέντε μεγάλες, γεμάτες από διανοητικές περιπέτειες εποχές, δίνει την αίσθηση της κόπωσης και, ακόμη παραπέρα, της χρεοκοπίας – τόσο μάλιστα, ώστε ορισμένοι να επείγονται να συντάξουν τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου της. Η διάχυτη, πράγματι, παρακμή της φιλοσοφίας στον καιρό μας, όμως, οφείλεται στην ανεπάρκεια των μεθόδων που οι απολογητές της μας κληροδότησαν, και όχι στην ίδια την ιδιοσυγκρασία των φιλοσόφων, οι οποίοι, σαν αιώνιοι ανατροπείς του οικείου και του συνήθους, σαν ανεξάντλητοι αναζητητές του διαφορετικού, εξακολουθούν – και θα συνεχίσουν, όσο θα υπάρχει η ανθρώπινη φυλή – να παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αιφνιδιάζοντάς μας με τις ευρηματικές ιδέες των. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, η μάχη για την επιβίωση της φιλοσοφίας δεν θα πρέπει να είναι μια μάχη για την ουσία της, αλλά μια μάχη για την ανεύρεση και την κατάκτηση της σωστής μεθόδου της. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)Περιεχόμενα
ΠΡΟΛΟΓΟΣΑ. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΣΜΟΛΟΓΩΝ
Β. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΩΝ
Γ. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΩΤΗΡΩΝ
Δ. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
Ε. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΣΚΟΠΩΝ
ΕΙΣ ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ
Λεπτομέρειες
ISBN13 | 9789603443018 |
Εκδότης | ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ |
Χρονολογία Έκδοσης | Σεπτέμβριος 2009 |
Αριθμός σελίδων | 448 |
Διαστάσεις | 24×17 |
Εικονογράφιση | ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΣ |
Θέμα |
*
*
ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ
Η ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΕΥ ΖΗΝ
ΛΥΤΑΣ ΧΑΡΗΣΠαρουσίαση
Τι φέρνει την ευτυχία; Παραπλανητικό το ερώτημα, θα έλεγε ο Επίκουρος, γι’ αυτό και αιώνια βασανιστικό. Αφού σημασία δεν έχει τι φέρνει την ευτυχία, αλλά τι είναι ευτυχία. Αυτό δε χρειάζεται και πολλή ανάλυση. Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη σταθερά καλή διάθεση, αυτήν που βιώνεις μόνιμα και όχι παροδικά. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα είναι η διάρκεια – το θέμα είναι να διατηρείς τη διάθεσή σου ακμαία κάθε μέρα. Και ο Επίκουρος, επίκαιρος όσο ποτέ, φωνάζει με όλη τη δύναμη του πνεύματός του ότι είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου η εξασφάλιση αυτής της διάρκειας, που σημαίνει καθημερινότητα με ψυχική γαλήνη. Γιατί ο φωτισμένος από την επικούρεια διδασκαλία παύει να ζει με τους εφιάλτες που ταράζουν τους κοινούς ανθρώπους. Ένα δοκίμιο για την ευτυχία στην εποχή μας, κατανοητό και, κυρίως, πρακτικό για τον καθένα, που περιέχει μεταφρασμένη και την ηθική φιλοσοφία του Επίκουρου: τις συλλογές αποφθεγμάτων Κύριαι Δόξαι και Επικούρου Προσφώνησις, και την επιστολή προς Μενοικέα, ένα κείμενο που η ανάγνωσή του έχει ηρεμιστική δράση. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)Περιεχόμενα
ΕισαγωγήΑναζητώντας την ευτυχία
Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην
Με λίγα αρχαία λόγια
Επίμετρο
Μετάφραση του αρχαίου κειμένου
Σημειώσεις
Σημείωμα του συγγραφέα
Λεπτομέρειες
Πηγή: politeianet.grISBN13 | 9789600424621 |
Εκδότης | ΚΕΔΡΟΣ |
Χρονολογία Έκδοσης | Δεκέμβριος 2011 |
Αριθμός σελίδων | 176 |
Διαστάσεις | 21×14 |
Θέμα |
*
*
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Παρουσίαση
[...] Για τον μεταλεξανδρινό κόσμο ο Επίκουρος είταν σκάνδαλο, όπως είταν σκάνδαλο να είναι κανείς λογικός, να πιστεύει σ’ εκείνα που πιάνει με το χέρι του και στα συμπεράσματα που βγάζει με την κρίση του. Οι σύγχρονοί του ήδη τον είχαν θάψει κάτω από διαβολές, αισχρές συκοφαντίες και διαστροφές. Το πλούσιο έργο του παραμελήθηκε, χάθηκε και στην τύχη χρωστάμε τα λίγα πολύτιμα κομμάτια που σώθηκαν. Κρυμμένα αιώνες σα σπίθα στη στάχτη χρησίμεψαν προσάναμμα, όταν έφτασε το πλήρωμα άλλων καιρών. Η έρευνα κι η κατανόηση αναστήλωσαν τη φωτεινή φυσιογνωμία του, τη γνήσια ελληνική, κι οδηγημένοι από τη φεγγοβολιά της αναστηλώνουμε κι εμείς την Αρχαιότητα όπως είταν στην πραγματικότητα. [...] (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)Περιεχόμενα
ΤΟ ΘΕΜΑΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
DE RERUM NATURA
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΦΥΣΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ
Λεπτομέρειες
ISBN13 | 9789600503661 |
Εκδότης | ΕΣΤΙΑ |
Χρονολογία Έκδοσης | Σεπτέμβριος 2012 |
Αριθμός σελίδων | 420 |
Διαστάσεις | 21×14 |
Θέμα |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου